Το 2014 ο Sato-san προσφέρθηκε να μας συστήσει και σύντομα αποφασίσαμε να κάνουμε μια ταινία μαζί. Δεν ήταν μόνο το θέμα καινούριο για μας –είχαμε στοχαστεί επιφανειακά τη συμβολική σημασία του κανιβαλισμού και τη συγγένειά του με τη διανοητική και σεξουαλική επιθυμία, αλλά ποτέ δεν σκεφτήκαμε βαθιά πάνω στη φαινομενολογία των ίδιων των κανιβαλικών πράξεων– αλλά και το να εργαζόμαστε σε μια χώρα πολιτισμικά ξένη προς εμάς, της οποίας τη γλώσσα δεν μιλούσαμε. Ως ανθρωπολόγοι συνήθως αναλαμβάνουμε μακροπρόθεσμες συμμετοχικές παρακολουθήσεις σε περιβάλλοντα που καταλήγουν να γίνουν πολύ προσωπικά και οικεία. Αντίθετα, στην Ιαπωνία, πολλά από αυτά που μας ενδιέφεραν βασίζονταν στη διαφορετικότητά μας, σε ιδέες ή αισθήσεις που μόνο ένας ξένος μπορούσε να έχει. Είναι επίσης η πρώτη μας δουλειά όπου εμφανίζονται πρόσωπα που μιλάνε, μόνο που ο Sagawa-san δεν μιλάει σχεδόν ποτέ, και όταν μιλούσε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι έλεγε (ο Nao Nakazawa, συνεργάτης και ηχολήπτης μας, θα μετέφραζε για μας αργότερα).
Στο somniloquies (2017) η προσέγγισή μας ήταν εξίσου ξένη προς εμάς και τις ανθρωπολογικές μας κλίσεις. Πρώτη φορά ασχοληθήκαμε με την υλικότητα ενός αρχείου, με μια σειρά ηχογραφήσεων από τη δεκαετία του 1960 στη Νέα Υόρκη ενός ανθρώπου που κατά τα φαινόμενα ονειρεύεται δυνατά. Οι ηχογραφήσεις, σκαμπρόζικες και σουρεαλιστικές, συχνά έμοιαζαν απίστευτες. Για αυτό το έργο αποφασίσαμε να προσκαλέσουμε ανθρώπους να μας προσφέρουν τον ύπνο τους, να τους κινηματογραφήσουμε ενώ κοιμούνταν γυμνοί. Κάθε νύχτα κινηματογράφησης έμοιαζε σαν ταξίδι σε μια ξένη ακτή. Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε, όμως η σχέση μας με τους κοιμωμένους ήταν ταυτόχρονα βαθιά προσωπική και ηδονοβλεπτική. Ενυπήρχε μια κάποια βία σε αυτό, καθώς και ενός είδους ευπάθεια, στοιχεία αρκετά διαφορετικά από εκείνα που είχαμε συναντήσει στην προηγούμενη δουλειά μας, όπως και αρκετά διαφορετικά από τις διαπροσωπικές διαπραγματεύσεις που συνδέονται με την πιο συμβατική εθνογραφία.
HP Με ενδιαφέρει αυτή η ιδέα της βίας σε σχέση με την κινηματογράφηση των κοιμωμένων και οι διαπραγματεύσεις που σχετίζονται με τη συμβατική εθνογραφία. Γιατί απέπνεε βία; Πώς σχετίζεται αυτό με ευρύτερα ζητήματα κάποιου είδους βίας που ενδεχομένως εμπεριέχεται στην αναπαράσταση; Πώς αντιδράει κάποιος στην αντίληψη ότι η αναπαράσταση πρέπει να έχει μια έντονη ή βίαιη πτυχή;
VP/LC-T Πολλοί άνθρωποι προτιμούν να μην τους παρατηρούν όταν κοιμούνται. Καθώς δεν είναι σε θέση να φροντίσουν την εμφάνισή τους, αισθάνονται ανυπεράσπιστοι, εκτεθειμένοι. Εκείνοι που συμφώνησαν να κοιμηθούν για μας, μας εμπιστεύτηκαν, με μια έννοια. Μας έκαναν να νιώσουμε ταπεινοί, και ήταν πρόκληση το να τους απεικονίσουμε με τρόπο που να αξίζει την εμπιστοσύνη τους. Ήταν επίσης βαθιά συνταρακτικό να κινηματογραφούμε γυμνούς ανθρώπους να κοιμούνται, που πολλοί από αυτούς μας ήταν άγνωστοι, από απόσταση λίγων μόλις εκατοστών. Καμιά φορά, σταγόνες ιδρώτα από το σώμα μας έπεφταν πάνω στο δικό τους. Το μέγεθος της ανθρωπιάς, της ύπαρξης και της διαφορετικότητας των κοιμωμένων μας συχνά μας συγκλόνιζε.
Όσο για τη βία που είναι εγγενής στην αναπαράσταση, αυτό το βρίσκουμε λιγότερο ενοχλητικό. Η βία είναι αναπόσπαστο μέρος του ιστού της ανθρώπινης κατάστασης και εισέρχεται σε οποιαδήποτε διυποκειμενική σχέση. Αλλά το ίδιο ισχύει και για πολλές άλλες συνθήκες και συναισθήματα, συμπεριλαμβανομένης της επιθυμίας και της αγάπης. Η αντίληψη ότι η αναπαράσταση, σε αντίθεση με την καθαρή παράσταση, είναι εγγενώς βίαιη ή καταστροφική, με έναν τρόπο που είναι sui generis και ηθικά απαράδεκτος, μας φαίνεται ανόητη. Συχνά, οι ανθρωπολόγοι της ηθικής και οι ηθικοί φιλόσοφοι που σχολιάζουν την καλλιτεχνική ηθική και την ηθική του ντοκιμαντέρ –ή οι υποστηρικτές της χρήσης προειδοποιήσεων για περιεχόμενο που μπορεί να ενοχλήσει και των ασφαλών ακαδημαϊκών χώρων– έχουν ένα είδος βολεμένης ηθικολογίας που μοιάζει περιορισμένη και αποκομμένη από τα αληθινά ζητούμενα της ζωής έξω από τον φιλντισένιο πύργο, και αντικατοπτρίζει ένα είδος μη αναγνωρισμένης αμηχανίας μπροστά στην ανάγλυφη ανθρώπινη διαφορετικότητα.
BR Ενώ η κινηματογραφική δημιουργία εμπεριέχει απαραίτητα και το στοιχείο της εκμετάλλευσης, και η εξουσία παίζει πάντοτε ρόλο στις διαδικασίες αναπαράστασης, υπάρχουν αρκετές διαθέσιμες φόρμες ώστε η βία να μην είναι κατ’ ανάγκην το αποτέλεσμα. Προσπαθώ να προσεγγίσω την αναπαράσταση περισσότερο στην κατεύθυνση του S&M – μια σχέση εξουσίας στην οποία οι θέσεις των υποκειμένων μετατοπίζονται και οι παίκτες ενεργούν αλλά και υφίστανται.
HP Για να μετατοπίσουμε ελαφρά τη χρήση της έννοιας της αναπαράστασης, πώς αντιμετωπίζετε τις προκλήσεις της αναπαράστασης και της φόρμας όταν πρόκειται για πιο άυλες πτυχές της πραγματικότητας; Όλοι σας εργάζεστε με μεθόδους και φόρμες του ντοκιμαντέρ. Πώς προσεγγίζετε μέσα από αυτές την πραγματικότητα του υποκειμενικού, του συναισθηματικού και του πνευματικού, την «αλήθεια» της ατομικής και συλλογικής φαντασίας, τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις πεποιθήσεις, τις αναμνήσεις;
VP/LC-T Είναι ίσως περίεργο, αλλά ως ανθρωπολόγοι δεν σκεφτόμαστε πολύ αυτά τα θέματα πια. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε την τελευταία φορά, ή και την πρώτη ακόμα, που εξετάσαμε αναλυτικά το πρόβλημα της αναπαράστασης ή μιλήσαμε για το ορατό σε σχέση με το αόρατο ή το υλικό και το άυλο. Συχνά, το ένα είναι απλά το όχημα ή η μεμβράνη του άλλου, έτσι δεν είναι; Οι συναισθηματικές και ψυχικές καταστάσεις και οι κοινωνικοπολιτιστικές συνθήκες εκδηλώνονται με πολλών ειδών οπτικές και ηχητικές μορφές. Υπάρχει άραγε κάτι που να εκφράζει την εσωτερικότητα και την υποκειμενικότητα περισσότερο από ό,τι το πρόσωπο ενός ανθρώπου; Μεγάλο μέρος της δουλειάς μας ενδεχομένως χρησιμοποίησε ως υπόβαθρο τον ανθρωπισμό και τον ανθρωποκεντρισμό του ντοκιμαντέρ και της ανθρωπολογίας. Αλλά το πρόσφατο έργο μας προβάλλει τον λόγο όσο και τη χειρονομία ή τη σωματική έκφραση. Στο Commensal (2017), το έργο μας με τον Sagawa-san, παρακολουθούμε εξίσου όσα φαίνεται ανίκανος να πει και όσα λέει· είναι κάτι που σε μεγάλο βαθμό βρίσκεται στα απώτερα όρια της γλώσσας. Αλλά η αλληλεπίδραση μεταξύ ρητού και άρρητου, τόσο γλωσσικά όσο και ηθικά, παραμένει στον πυρήνα του. Τα όνειρα που ακούμε στο somniloquies λέγονται δυνατά, γεγονός που τα καθιστά παράδοξα: στην πραγματικότητα, ποιος από μας ονειρεύεται δυνατά; Έτσι, θέτουν ζητήματα επιτελεστικότητας και γνησιότητας. Ακόμα όμως και την ίδια στιγμή που μας έρχονται αυτά τα ερωτήματα καθώς ακούμε τα όνειρα, εκείνα εκφράζουν έντονα το ψυχικό, το κοινωνικοπολιτιστικό και το πολιτικό. Φωτίζουν τη δεκαετία του 1960 στη Νέα Υόρκη, και μάλιστα τoυς ασύνειδους στοχασμούς όλων μας, όσο και τις ονειρικές ανησυχίες ενός εκκεντρικού ατόμου, ενός λαμπρού καλλιτέχνη του ασυνείδητου.
BR Κατ’ αρχάς, βοηθά να μην πιστέψουμε πλήρως σε μια πραγματικότητα του αντικειμενικού – τουλάχιστον όσον αφορά την αναπαράσταση. Η εικόνα της ταινίας είναι τελικά υπερβολικά διαμεσολαβημένη –το να καδράρεις είναι το να μην καδράρεις, το να ηχογραφείς είναι το να μην ηχογραφείς– για να είναι αξιόπιστη, και το να επιτρέπεις την ψευδή αναπαράσταση ως αναπόσπαστο στοιχείο της αναπαράστασης σημαίνει να ανοίγεις τον εαυτό σου προς την ψευδή παρουσίαση κάθε είδους υποκειμενικής πραγματικότητας. Στη δουλειά μου μέχρι στιγμής με απασχόλησαν κυρίως θέματα/χώροι που δεν είμαι εγώ και, για τον σκοπό αυτόν, σπάνια αισθάνομαι πρόθυμος ή αρμόδιος να προβάλω ισχυρισμούς περί νοήματος ή εσωτερικότητας. Αντ’ αυτού, σκέφτομαι την προβολή στη διαδικασία της κινηματογράφησης. Πώς μπορώ να παραγάγω ακροατήριο ως υποκείμενο, πώς μπορώ να δημιουργήσω έναν χωροχρόνο στον οποίο το κοινό να ενεργοποιείται, να βυθίζεται, να αντανακλάται στον εαυτό του; Η κατάσταση των ονείρων, το ταξίδι μέσω ναρκωτικών/έκστασης, η ουτοπική παρόρμηση – αυτά υπάρχουν ως εσωτερικές, μοναδικές εμπειρίες που δεν μπορούν ούτε να απεικονιστούν ούτε να αναπαρασταθούν με οποιαδήποτε ακρίβεια. Είναι υποκειμενικές αλήθειες και ως τέτοιες έχουν το μεγαλύτερο βάρος όταν τις μοιραζόμαστε. Σε όλη μου τη δουλειά προσπαθώ να κάνω έναν κινηματογράφο που το κοινό να μπορεί να τον κατοικήσει παράλληλα με το (προφανές) υποκείμενο επί της οθόνης – έναν φυσικό χώρο όπου το νόημα είναι ανοιχτό και ευμετάβλητο, όπου ο χρόνος γίνεται ένα αντηχείο, όπου τα σώματα καλούνται να είναι παρόντα.
HP Πώς δημιουργείτε και πώς σχετίζεστε με τις εικόνες; Μπορείτε να μιλήσετε για τη σχέση σας με την κάμερα και τη δική σας παρουσία στις λήψεις και στο πλαίσιό τους; Και θεωρείτε τη φωτογραφία συγκεκριμένη επιστημολογία, που παράγει ένα συγκεκριμένο είδος γνώσης;
BR Δεν σκέφτομαι πάντοτε τη δημιουργική διαδικασία και τη διαδικασία συσχέτισης την ίδια στιγμή – αυτές τις διαδικασίες τις νιώθω τόσο ξεχωριστές τη μια από την άλλη ώστε πρέπει να προβλέψω μια περίοδο που να μη βλέπω αν πρόκειται ποτέ να καταφέρω να δω την καταγραμμένη εικόνα ως αυτό που έχει γίνει στο μεταξύ. Όσο περισσότερο χρόνο περνάω σε έναν τόπο κινηματογραφώντας, τόσο περισσότερο ο τόπος εκδηλώνεται, και τόσο περισσότερο θα πρέπει να αφήσω τις εικόνες μου να ξεκουραστούν προτού μπορέσω να εργαστώ μαζί τους. Οι νέες εικόνες χρειάζονται χρόνο για να αναπνεύσουν, να ζήσουν, να ξεφύγουν από το βάρος αυτού που πίστευα ότι θα γίνουν.
Η εργασία σε φιλμ 16 mm σημαίνει ότι εμπεριέχεται ήδη κάποια καθυστέρηση – σπάνια μπορώ να δω την επεξεργασμένη εικόνα νωρίτερα από τουλάχιστον μία εβδομάδα μετά τη λήψη. Ύστερα από μια πρώτη προβολή, συνήθως επεκτείνω αυτή την καθυστέρηση ακόμη περισσότερο. Το να δουλεύω με κάμερα φιλμ σημαίνει επίσης ότι είμαι αναγκαστικά πιο εμφανής, πιο ορατός – το δικό μου είδος εικόνας παίρνει περισσότερο χρόνο. Στην περίπτωση αυτή η ορατότητα ισοδυναμεί με την παρουσία και ελπίζω ότι η φυσική μου παρουσία ως σκηνοθέτη δίνει στα υποκείμενά μου την ευκαιρία να καθορίσουν το επίπεδο της δικής τους συμμετοχής και με αναγκάζει να διαπραγματευτώ/εξηγήσω/συζητήσω το έργο που φτιάχνω μαζί τους. Η διαπραγμάτευση είναι μέρος της διαδικασίας κινηματογράφησης όσο και η ηχοληψία – και η ηχοληψία χωρίς άδεια μόνο σε μολυσμένη εικόνα μπορεί να οδηγήσει.
Όσο για την ίδια την κάμερα, το όραμά μου δεν είναι ούτε τρομερά ρομαντικό ούτε εννοιολογικό – τη βλέπω απλώς ως μια τεχνική μορφή που αποκτά λόγο ύπαρξης από το περιεχόμενο· ένα εργαλείο του οποίου η λειτουργία συχνά ποικίλλει από καρέ σε καρέ. Μια φορητή κάμερα υποδηλώνει μια προοπτική, η Steadicam παράγει μια άλλη, μια κάμερα σε τρίποδο προτείνει έναν τρίτο τρόπο θέασης. Δεν αναζητώ έναν κινηματογράφο που να καθρεφτίζει τον κόσμο, αλλά μάλλον έναν κινηματογράφο που να δημιουργεί έναν παράλληλο κόσμο – έναν κόσμο που αντικατοπτρίζει τον δημιουργό του, τον παραλήπτη του και το υλικό του τόσο όσο και το νεοσύστατο δισδιάστατο υποκείμενό του.