Μια εξομολόγηση αγάπης
Artur Żmijewski

Στις 25 Οκτωβρίου 2015 νικητής των βουλευτικών εκλογών στην Πολωνία αναδείχτηκε το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS). Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο του περασμένου έτους, ο υποψήφιος του κόμματος Αντρέι Ντούντα είχε επικρατήσει και στις προεδρικές εκλογές. Η νομιμοποίηση της ισχύος του κόμματος ήταν πλήρης και η απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο του επιτρέπει να κυβερνά ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο.

Πρώτη μέριμνα του PiS ήταν η απόλυτη κυριαρχία στις ένοπλες δυνάμεις. Ο νέος υπουργός Άμυνας Αντόνι Ματσέρεβιτς ξήλωσε τους επικεφαλής της στρατιωτικής ηγεσίας, αυξάνοντας συγχρόνως τους μισθούς όλων των βαθμίδων για να διασφαλίσει την πίστη στο νέο καθεστώς. Μια από τις πρώτες ενέργειες του Ματσέρεβιτς ως υπουργού ήταν η μεταμεσονύκτια επιδρομή στο κέντρο αντικατασκοπείας του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία, πιθανόν επειδή θεωρήθηκε ότι αποτελεί ανεξέλεγκτη πηγή εξερχόμενων πληροφοριών. Επίσης, τέθηκε σε διαθεσιμότητα ο αρχηγός της αστυνομίας, μαζί με πολλούς περιφερειακούς αστυνομικούς διοικητές, ενώ το Πολωνικό Κεντρικό Γραφείο Πληροφοριών υπάγεται πλέον στη δικαιοδοσία της αστυνομίας και είναι υποχρεωμένο να δίνει απευθείας αναφορά στον νέο αρχηγό, ο οποίος είναι πολιτικό στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος. Παράλληλα αυξήθηκαν οι μισθοί και των αστυνομικών. Την ίδια στιγμή περνούσε στο κοινοβούλιο το νομοσχέδιο της «εκτεταμένης παρακολούθησης», το οποίο επιτρέπει στην αστυνομία και στις ειδικές δυνάμεις να παρακολουθούν υπόπτους χωρίς δικαστική εντολή. Όλες αυτές οι ενέργειες μοιάζουν με προετοιμασία για τη χρήση κατασταλτικής βίας σε περίπτωση λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στις αιφνίδιες, αντιδημοκρατικές αλλαγές που επιχειρεί το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη. Ακόμα και μετριοπαθείς συντηρητικοί πολιτικοί κάνουν λόγο πλέον, εμμέσως πλην σαφώς, για την ανάγκη να βγει ο κόσμος στους δρόμους και στις πλατείες, να οργανωθεί ένα πολωνικό «Maidan», μια εξέγερση αντίστοιχη της Αραβικής Άνοιξης.

Όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Ζμπίγκνιου Ζιόμπρο επιτίθεται στον επίτροπο Πολιτικών Δικαιωμάτων χρησιμοποιώντας φασιστική φρασεολογία και κατηγορώντας τον ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντα της γκέι και λεσβιακής κοινότητας αντί για το κοινό συμφέρον, πρόκειται για ένα δείγμα μόνο της νέας ιδιότυπης γλώσσας που υιοθετεί το PiS, αντιστρέφοντας το νόημα των λέξεων. Η λογική κι η ψυχραιμία που απαιτούνται για να γίνει διάλογος και να επιτευχθούν οι απαραίτητοι συμβιβασμοί έχουν εξαφανιστεί εντελώς από τη ρητορική των στελεχών του κόμματος. Ο διαστρεβλωμένος λόγος τους και ο τακτικός χλευασμός της αντιπολίτευσης αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια αυτής της νέας «Lingua Tertii Imperii» (Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ). Όχι ότι δεν το γνωρίζουμε ήδη, αλλά εδώ πρόκειται για μια νέα κατάσταση, στην οποία η γλώσσα αυτή αποτελεί την επίσημη γλώσσα του κυβερνώντος κόμματος: Ρηξικέλευθη, «ευθεία», βίαιη, φτάνοντας συχνά στα όρια της ρητορικής του μίσους. Αυτή ακριβώς η ρητορική όμως ίσως συνέβαλε ουσιαστικά στην εκλογική νίκη του PiS.

«Κομμουνιστές και κλέφτες» χαρακτήρισαν ο [ιδρυτής του κόμματος] Γιαροσλάβ Κατσίνσκι και οι υποστηρικτές του όσους διαδηλώνουν ενάντια στις αντιδημοκρατικές πρακτικές της κυβέρνησης. Ο Κατσίνσκι εθεάθη στο κοινοβούλιο να διαβάζει την εφημερίδα Super Express, λαϊκό ταμπλόιντ, παρά την κριτική συχνά στάση του εντύπου εναντίον του. Ίσως επιχειρεί να καταστήσει ακόμα πιο ακραίο τον λόγο του, εγκαταλείποντας εντελώς τον ορθολογισμό και υιοθετώντας τη διαστρεβλωμένη εκδοχή της πραγματικότητας που εκφράζει η συγκεκριμένη εφημερίδα. Μια άλλη πηγή ανορθολογικής ρητορικής είναι τα media της καθολικής Εκκλησίας, όπως η καθημερινή εφημερίδα Nasz Dziennik. Σε μια πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση σχετικά με την κοσμική εκπαίδευση εκπρόσωποι της κυβερνητικής πλειοψηφίας δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν φράσεις όπως «λυσσαλέος φεμινισμός» και «μπόχα του σατανά που επιπλέει στην ατμόσφαιρα».

Πολλοί ψηφοφόροι στην Πολωνία έχουν εξαιρετικά ασταθείς και ευμετάβλητες απόψεις κι είναι έτοιμοι να παρασυρθούν την τελευταία στιγμή προς πάσα κατεύθυνση. Κατά τις προηγούμενες εκλογές, μια προεκλογική δήλωση του (μέχρι πρότινος άγνωστου) ηγέτη του κόμματος Razem (Μαζί), η οποία μεταδόθηκε από την τηλεόραση, υπήρξε αρκετή για να πλήξει τα εκλογικά αποτελέσματα τόσο της Πλατφόρμας Πολιτών (PO) όσο και της Συμμαχίας Δημοκρατικής Αριστεράς (SLD). Η Αριστερά στο σύνολό της υπέστη σφοδρή ήττα, πληρώνοντας το τίμημα της δειλής ηγεσίας της και της απόφασης να προταθεί ως υποψήφια των προεδρικών εκλογών μια πολύ όμορφη αλλά εντελώς άπειρη πολιτικά νεαρή κυρία. Ουσιαστικά, η Αριστερά εκτίθεται στο πολιτικό προσκήνιο όταν επιφανείς πολιτικοί αποφεύγουν το ρίσκο της πολιτικής συμμετοχής και του σχηματισμού κομματικού φορέα. Σε κάποιο σημείο, η ατζέντα της ενωμένης Αριστεράς περιορίστηκε στην προσπάθεια να εισέλθει στο κοινοβούλιο η ηγέτιδά της Μπάρμπαρα Νόβατσα. Αυτό ήταν το μήνυμα οπισθοχώρησης προς το κοινό. Την ίδια στιγμή, ο Κατσίνσκι καλούσε για μια εμφατική νίκη που θα έδινε στο κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη μια ασφαλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αντίστοιχη με αυτή του σκληροπυρηνικού ηγέτη της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν. Δεν μοιράζομαι καθόλου τον θαυμασμό κάποιων για τον κύριο Κατσίνσκι – ειδικά όσον αφορά τα απαράδεκτα κριτήρια με τα οποία επιλέγει τους συνεργάτες του: Φανατισμός, θρησκευτικός φαρισαϊσμός ή ακόμα και εξόφθαλμη ηθική διαφθορά, όπως στην περίπτωση του βουλευτή Στανισλάβ Πιέτροβιτς, πρώην κομμουνιστή εισαγγελέα και πλέον βασικού συντονιστή των επιθέσεων κατά του Συνταγματικού Δικαστηρίου και της προσπάθειας του κόμματος να στερήσει από το εισαγγελικό σώμα την πολιτική του ανεξαρτησία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια αλλαγή στην πολιτική σκηνή της Πολωνίας ήταν απαραίτητη, το εκλογικό σώμα όμως απλώς δεν γνώριζε τι είδους αλλαγή επιθυμούσε. Το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη επιχείρησε να εξαγοράσει τους ψηφοφόρους υποσχόμενο στους γονείς μηνιαίο επίδομα 500 ζλότι για κάθε παιδί. Όμως, μόνο με αυτή την προσφορά εξαγόρασε την εκλογή του; Το PiS δεν διαθέτει συγκεκριμένη ατζέντα για την ενίσχυση της απασχόλησης, ούτε σχέδια για την αύξηση των πόρων για τα νηπιαγωγεία και τους παιδικούς σταθμούς και για την αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να μπορούν να διδάσκουν πιο αποτελεσματικά διαπλάθοντας ανθρώπους με παιδεία που θα μπορούν να πετύχουν περισσότερα στη ζωή τους. Αντιθέτως, επιτρέπει στα εξάχρονα να μένουν στο σπίτι, γεγονός που σημαίνει ότι πολλοί δάσκαλοι θα χάσουν τη δουλειά τους, ενώ τα ίδια τα παιδιά θα δυσκολευτούν να συναγωνιστούν συνομήλικα τους παιδιά από άλλες χώρες που ξεκινούν νωρίτερα το σχολείο. Κατά την άποψή μου, αντί για κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη το PiS προσφέρει ένα άλμα προς τον φανατισμό και προς μια σκληρή ταύτιση με το έθνος, με ένα είδος πρωτόγονου πατριωτισμού, με έναν τύπο παιδαριώδους θρησκοληψίας από τον οποίο είχαν επιχειρήσει να απαλλάξουν τον πολωνικό λαό διάφορα πολιτικά κόμματα μετά το 1989 μέσω ενός φιλελεύθερου κοινωνικού προσανατολισμού. Το αίτημα για κοινωνική χειραφέτηση που είχε τεθεί από φιλελεύθερα και αριστερά κόμματα αντικαταστάθηκε από τη ρηξικέλευθη επιβεβαίωση την οποία εκφράζει το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη: Σας αγαπάμε όταν εκδηλώνετε τα χειρότερα ένστικτά σας, αγαπάμε τη μετριότητά σας, τον ρατσισμό σας, την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία σας. Εκφράζοντας ακριβώς αυτή τη στοργική διάθεση, το PiS βρέθηκε στην εξουσία.

Μπορεί κατά συνέπεια να υποθέσει κανείς ότι υπάρχουν δύο θεμελιώδεις νοοτροπίες που επιδεικνύει η εξουσία (όχι μόνο η κεντρική, αλλά και αυτή των μέσων και των πολιτιστικών και εκπαιδευτικών θεσμών) προς το κοινό. Η μία είναι απαιτητική και προσβλέπει στην εξέλιξη και στην αναθεώρηση παραδοσιακών ιδεολογικών στεγανών. Περιλαμβάνει στόχους όπως περισσότερα δικαιώματα για τις γυναίκες, ένα νέο οικογενειακό μοντέλο, ένα λειτουργικό συνταγματικό δικαστήριο, ένα κοσμικό κράτος, πρώιμη εκπαίδευση συμβατή με τις αναπτυξιακές ανάγκες του παιδιού, προστασία της ελευθερίας του λόγου και ούτω καθεξής. Σύμφωνα με την άλλη νοοτροπία, η εξέλιξη θυσιάζεται στον βωμό μιας σειράς από δοξασίες οι οποίες τροφοδοτούνται από ένστικτα ξενοφοβίας, ρατσισμού και απόλυτης θρησκοληψίας. Τέτοιες ιδέες έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν συμπεριφορές, ειδικά όταν πρόκειται για τη ρητορική αποκλεισμού εκ μέρους της εξουσίας εις βάρος μεταναστών ή προσφύγων – οι δε τελευταίοι έχουν αρχίσει να γίνονται θύματα παρενόχλησης και επιθέσεων στους δρόμους. Αυτό που προτείνει το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη είναι ένα βήμα πίσω – ένα εύκολο βήμα, αφού απελευθερώνει από την προσπάθεια να κοιτάξει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Δημήτρης Πολιτάκης

Αναρτήθηκε στην κατηγορία Σημειώσεις στις 17.02.2016
Σχετικές αναρτήσεις

Artur Żmijewski

Ποια είναι η θέση της τέχνης στον κόσµο; Μπορούµε να περιµένουµε κάτι από αυτήν – και τι; Έχει η τέχνη πραγµατικούς…

 Περισσότερα
Καλλιτέχνες
Artur Żmijewski

Ο αυτοσχέδιος προσφυγικός καταυλισμός του Καλαί, κοντά στο γαλλικό λιμάνι και στα ογκώδη τσιμεντένια πολυβολεία…

 Περισσότερα
Σημειώσεις