Algirdas Šeškus

Algirdas Šeškus, 82 1467 398 (1982), σκανάρισμα από ασπρόμαυρο αρνητικό 35 mm

Algirdas Šeškus, Shaman (Σαμάνος), 2012, εκτυπώσεις ψεκασμού μελάνης, άποψη εγκατάστασης, Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο Οδού Πειραιώς, Αθήνα, documenta 14, φωτογραφία: Στάθης Μαμαλάκης

Algirdas Šeškus, φωτογραφίες, 1975-85, αργυροτυπίες, άποψη εγκατάστασης, Neue Neue Galerie (Neue Hauptpost), Κάσελ, documenta 14, φωτογραφία: Mathias Völzke

Ο Algirdas Šeškus ανακάλυψε τη φωτογραφία το 1975, όταν πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να δείξει 10 φωτογραφίες του σε µια συνέντευξη για τη θέση εικονολήπτη στο µοναδικό τηλεοπτικό κανάλι της Σοβιετικής Λιθουανίας. Κανείς δεν κοίταξε τις φωτογραφίες, αλλά η µηχανή που αγόρασε για να τις τραβήξει τον έκανε να δει τον κόσµο µε άλλο µάτι και να συνεχίσει να φωτογραφίζει επί µια δεκαετία.

Υποψιάζεται ότι πήρε τη δουλειά επειδή στο κανάλι δούλευε ένας στενός φίλος του. Μπορεί να βοήθησε και το ότι ο πατέρας του ήταν δηλωµένος κοµµουνιστής από το 1936 κι ότι και οι δυο γονείς του είχαν υπηρετήσει στον πόλεµο (ο Šeškus γεννήθηκε στο Βίλνιους τον Δεκέµβριο του 1945). Με την ηρεµία που επικρατούσε τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 οι εικόνες του Šeškus δεν έτυχαν ιδιαίτερης αναγνώρισης: ήταν ανεπιτήδευτες, κακοφτιαγµένες και ανεστίαστες για να εκτιµηθούν από την καθιερωµένη σχολή λιθουανικής φωτογραφίας της εποχής, η οποία φιλοδοξούσε να εκφράσει συναισθήµατα και σκέψεις. Ο Šeškus, µαζί µε λιγοστούς άλλους φωτογράφους, κατέτειναν προς µια πιο καταγραφική προσέγγιση που θύµιζε ντοκιµαντέρ.

Ο Šeškus συχνά φωτογράφιζε ενώ βρισκόταν πίσω από την τηλεοπτική κάµερα ή έβρισκε ένα σηµείο στην πόλη που πρόσφερε και φόντο και δράση («δεν υπήρχε θέατρο, άρα δεν υπήρχαν κακές παραστάσεις», µου είπε κάποτε). Δεν επιχειρούσε να προκαλέσει τα γεγονότα, εκτός κι αν ήταν ήδη συµµέτοχος, όπως δεν επιχειρούσε και να τα καταγράψει είτε εξ ολοκλήρου είτε µεµονωµένα – κάθε φωτογραφία, παρότι για εκείνον αποτελούσε αυτή καθαυτή γεγονός, περιέκλειε θραύσµατα πολλών άλλων.

Το 1985 εγκατέλειψε τη φωτογραφία. Αρχικά κινήθηκε προς τα εικαστικά, όπου η λογοκρισία είχε υποχωρήσει κάπως κι έτσι έβρισκε µεγαλύτερη ελευθερία, έπειτα προς µια πρακτική που απέφευγε εντελώς τις επίσηµες καλλιτεχνικές εκφάνσεις. «Είχα αρχίσει να κατανοώ καλύτερα τι έκανα στο έργο µου και θεωρούσα ανιαρό και περιττό τον κόπο να βρω την κατάλληλη φόρµα –εξίσου ανιαρή και περιττή θεωρούσα την προσπάθεια των άλλων να ερµηνεύσουν το έργο–, κι έτσι επιδίωξα να επικοινωνήσω κατευθείαν µε τους ανθρώπους». Ο Šeškus βλέπει το έργο τέχνης ως όχηµα, ως µια φόρµα που σηκώνει «µεγαλύτερες δόσεις τέχνης», οι οποίες διαφορετικά µπορεί να βρεθούν οπουδήποτε σε µικρότερη συγκέντρωση, όχι τόσο µέσα στα πράγµατα αλλά ανάµεσά τους. Για µια φωτογραφία, συνήθιζε να λέει, η εικόνα δεν είναι απαραίτητη. Ο Šeškus ξανάρχισε να φωτογραφίζει το 2010 και πρόσφατα εξέδωσε τη νέα του δουλειά σε σειρά µικρών σηµειωµαταρίων µε τίτλο «New Time» (Νέος χρόνος).

Virginija Januškevičiūtė

Αναρτήθηκε στην κατηγορία Δημόσια έκθεση
Απόσπασμα από το documenta 14: Daybook