κλείσιμο

Αναλύοντας τον δεσμό οικοκτονίας και γενοκτονίας: Αυτόχθονη γνώση και κριτική θεωρία στα τελικά στάδια

Ορίστε ένα μάθημα: Ό,τι συμβαίνει στους ανθρώπους και ό,τι συμβαίνει στη γη είναι το ίδιο πράγμα.
—Linda Hogan

Κλιματικό χάος, περιβαλλοντική τοξικότητα σε πλανητική κλίμακα, μαζικός αφανισμός ειδών. Μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνική διαδικασία έχει αλλοιώσει το βιοφυσικό περιβάλλον της γης, αποσταθεροποιώντας το κλίμα και αλλάζοντας τον ρου της βιολογικής εξέλιξης. Κατά τραγική ειρωνεία, η συναίσθηση της κατάρρευσης του πλανήτη προήλθε από την επιστημονική έρευνα κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης ψυχροπολεμικών οπλικών συστημάτων.1 «Υπάρχει σαφής σχέση», γράφει η Anishinaabekwe (της φυλής των Ojibwe) ακαδημαϊκός και ακτιβίστρια Winona LaDuke, «μεταξύ της απώλειας της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και της απώλειας της βιολογικής ποικιλομορφίας. Όπου ακόμα υφίστανται αυτόχθονες πληθυσμοί υπάρχουν και οι σχετικοί θύλακες βιοποικιλότητας».2 Βεβαίως, ισχύει και το αντίστροφο, τόσο στον Αμαζόνιο όσο και οπουδήποτε αλλού: «Από το 1900», επισημαίνει η Chickasaw ποιήτρια και μυθιστοριογράφος Linda Hogan, «περισσότερες από τις μισές αυτόχθονες φυλές της Βραζιλίας έχουν εκλείψει».3 Ήδη πριν από μια δεκαετία ο Ahmed Djoghalf, εκτελεστικός γραμματέας της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιολογική Ποικιλομορφία, προειδοποιούσε πως κάθε χρόνο χάνονται μέχρι και 55.000 είδη, ρυθμός αφανισμού σχεδόν 1.000 φορές μεγαλύτερος του φυσιολογικού, αυτού, δηλαδή, χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση.4 Είθισται πλέον οι βιολόγοι να κάνουν λόγο για την Έκτη Μαζική Εξαφάνιση των Ειδών στην ιστορία του πλανήτη. Η τελευταία ήταν αυτή της Κρητιδικής Περιόδου, πριν από 66 εκατομμύρια χρόνια, κατά την οποία αφανίστηκαν οι δεινόσαυροι.5 Αν το Άουσβιτς και η Χιροσίμα ήταν γεγονότα δηλωτικά των γενοκτονικών τάσεων που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της ιδεολογίας της νεωτερικότητας, τότε ο φονικός για το περιβάλλον χαρακτήρας αυτών των παγκοσμιοποιημένων κοινωνικών διεργασιών δεν επιδέχεται πια αμφισβήτηση. Η κριτική θεωρία μόλις ξεκίνησε να εξετάζει τη σχέση μεταξύ οικοκτονίας και γενοκτονίας. Ωστόσο, οι αυτόχθονες φωνές μάς λένε –και η αλήθεια είναι πως δεν ξεκίνησαν τώρα– ότι αυτές οι δυο διαδικασίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι αυτόχθονες πληθυσμοί έχουν πιο ξεκάθαρη αντίληψη του προβλήματος, το έχουν αισθανθεί βαθύτερα απ’ ό,τι οι εκπρόσωποι της κριτικής θεωρίας. Διατυπώνουν απερίφραστα τις απόψεις τους και απευθύνονται στον σύγχρονο άνθρωπο ευθέως, δίνοντας τεράστιο αγώνα για την υπεράσπιση της βιόσφαιρας. Οι αυτόχθονες διαβλέπουν την ανάγκη για άμεση δραστηριοποίηση και ανασυντάσσονται στις τάξεις κινημάτων όπως το Idle No More, το Indigenous Environmental Network αλλά και το La Via Campesina.7 Ελάχιστες πολιτικές κινήσεις πλέον, οπουδήποτε, είναι τόσο ενθαρρυντικές.

Κλιματικό χάος, περιβαλλοντική τοξικότητα σε πλανητική κλίμακα, μαζικός αφανισμός ειδών. Είναι απαραίτητο να δώσουμε ένα όνομα σε αυτό που ζούμε σήμερα – σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Τα ονόματα που επιλέγουμε σχηματίζουν το πλαίσιο, υποδηλώνουν τι είναι εφικτό, ευνοούν ορισμένες οδούς έναντι άλλων. Ωστόσο, η ίδια η ονοματοδοσία και τα αντίστοιχα ονόματα εγείρουν αγώνες και ανταγωνιστές. Ανθρωπόκαινος, για παράδειγμα. Ποιος είναι ο άνθρωπος στην «ανθρωπογενή» αλλαγή;8 Αυτό το κομμάτι της ιστορίας είναι ακόμα στο στάδιο της επιμέλειας. Διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας οδηγούν σε διαφορετικά διδάγματα: στη στηλίτευση της ύβρεως και των δογμάτων της ανάπτυξης από τη μια και στις αξιώσεις για νέα γεωτεχνολογικά επιτεύγματα και παγκόσμια αστυνόμευση από την άλλη. Εξάλλου, η Ανθρωπόκαινος αποτελεί απλώς έναν τίτλο ευγενείας που φέρει την περιρρέουσα λάμψη της επιστήμης και περιγράφει την περίοδο την οποία η κριτική θεωρία αποκαλεί «καπιταλιστική νεωτερικότητα». Η φράση αυτή έδωσε ένα όνομα στο πρόβλημα, στο διακύβευμα, στον εχθρό. Η σύντμηση, η έκθλιψη ή ακόμα και η αποσιώπηση αυτού του προσδιορισμού, της «καπιταλιστικής», συνιστούσε αποφυγή ή και άρνηση. Αυτή τη στιγμή, όμως, είμαι αναγκασμένος να αναθεωρήσω. Το κεφάλαιο κυριαρχεί στον πλανήτη. Αυτό δεν έχει αλλάξει στις μέρες μας. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν ικανή μια μη καπιταλιστική ή ακόμα και αντικαπιταλιστική νεωτερικότητα να προσφέρει διέξοδο ή σωτηρία; Αμφιβάλλω. Τα πυρετώδη όνειρα για εξέλιξη και τεχνοεπιστήμη, για οραματισμό και για ποιοτικά άλματα είναι πλήρως συνυφασμένα με τη ζημία και την απώλεια. Το κεφάλαιο είναι αδύνατο να εξαφανιστεί χωρίς να το πάρει κανείς είδηση: Η νεωτερικότητα είναι ο κόσμος που οικοδόμησαν το κεφάλαιο και η επιστήμη, τα εθνικά κράτη και οι πολυεθνικοί όμιλοι. Εντούτοις, μου είναι εύκολο να φανταστώ μια νεωτερικότητα, έναν μοντερνισμό, που θα επιβίωνε της αυτοκτονίας, της κατάρρευσης ή της ήττας του κεφαλαίου χωρίς να έχει λάβει το παραμικρό μάθημα. Ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτονόμησης της εκσυγχρονιστικής προδιάθεσης που διέπει τη νεωτερικότητα από τις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού.

Η θεραπεύτρια Susie Jim Billie ενώ συλλέγει φύλλα από φτέρη για ιαματικούς σκοπούς, ινδιάνικος καταυλισμός Seminole, Big Cypress, Φλόριντα, 1985

Έτσι, χωρίς να ξεχνώ το κεφάλαιο, κρατώ το ακόλουθο όνομα: τη νεωτερικότητα.9 Τη νεωτερικότητα που συνεπάγεται τα εξής: τον ακατάσβεστο εθισμό στην ενέργεια, στην κατανάλωση, στην καινοτομία, στην ταχύτητα· την τυφλή λατρεία της τεχνολογίας και την τυφλή εμπιστοσύνη στην επιστήμη· την εσωτερικευμένη υποταγή στα δόγματα της ανάπτυξης, της εξέλιξης και της προόδου – όλα βιωμένα ως συσσωρευμένη πίεση, ως ένα κεφαλοκλείδωμα, ως μια δύναμη υλικού τρόμου· ως επιβεβλημένη τέρψη υπό την αιγίδα της κοινωνικής επιλογής της παγκοσμιοποιημένης επισφάλειας τόσο σε οικολογικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η νεωτερικότητα είναι η δυσάρεστη θέση στην οποία βρισκόμαστε – η αστική και βιομηχανική συνύφανση της οικοκτονίας και της γενοκτονίας. Το ανησυχητικό είναι πως ακριβώς αυτό πρέπει να αναχαιτίσουμε, να αφοπλίσουμε, να αφήσουμε πίσω μας. Τι θα σήμαινε όμως το να εναντιωθούμε στη νεωτερικότητα, το να ανήκουμε στο πλαίσιό της και ταυτόχρονα να αντιτασσόμαστε σε αυτό, να προσανατολιζόμαστε πέρα από τα στεγανά του; Η κατάστασή μας διακρίνεται από δύο νέα χαρακτηριστικά: Σε πρώτη φάση, η οικοκτονία έχει προχωρήσει στο σημείο όπου ολόκληρη η βιόσφαιρα είναι υπό κατάρρευση και δυσλειτουργεί. Σε δεύτερη, τα τεκμήρια που αποδεικνύουν τη μη βιωσιμότητα της νεωτερικότητας γίνονται πλέον γνωστά σε όλους. Ο καθένας μπορεί να εξαγάγει τα συμπεράσματά του. Αυτό που παλιότερα ίσως ακουγόταν ακραίο, στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε συζήτησης, σύντομα θα είναι κοινότοπο. Νεωτερικότητα: ένας ασταμάτητος, βρόμικος πόλεμος ενάντια στη ζωή. Βρισκόμαστε ήδη στα τελικά στάδια.

Η παρακαταθήκη της νεωτερικότητας θα είναι –ήδη είναι– μια βαθιά τραυματισμένη βιόσφαιρα και μια υποβαθμισμένη βιοκοινότητα, ένας πλανήτης περιβαλλοντικά ερειπωμένος. Για να επιβιώσουμε σε αυτά τα συντρίμμια, για να διαφυλάξουμε τον χώρο μας ώστε να συνεχιστεί η ύπαρξη των ανθρώπων και όσο το δυνατόν περισσότερων έμβιων όντων, θα πρέπει να σφυρηλατηθούν νέες κοινωνικές μορφές, νέες ιδεολογίες και σχέσεις οι οποίες θα αντικαταστήσουν τη νεωτερικότητα.10 Ωστόσο, δεν πρόκειται για την ίδια μετανεωτερικότητα που πρώιμα ανακοινώθηκε το 1979.11 Η εν λόγω μετανεωτερικότητα έχει μόλις ξεκινήσει να κάνει την εμφάνισή της και εκφράζεται με τη μορφή τοπικών δράσεων που αφορούν τόσο το νέο όσο και το παλιό. Απαντάται σε κινήματα βάσης μέσα από ρεαλιστικές επαναδιατύπωσεις παρεξηγημένων όρων όπως η «αειφορία» και η «ανθεκτικότητα», απαντάται σε πρωτοεμφανιζόμενες DIY κουλτούρες μετεκπαίδευσης και μετάβασης, σε κινήματα για το δίκαιο του περιβάλλοντος και τη ριζοσπαστική δημοκρατία, την αεικαλλιέργεια και την αγροοικολογία, και επίσης απαντάται στους αγώνες των αυτόχθονων πληθυσμών για τη γη τους, την αξιοπρέπεια, την επισιτιστική αυτάρκεια και το «ευ ζην» (το sumak kawsay ή αλλιώς buen vivir). Πλέον, εν μέσω της οικολογικής κατάρρευσης, ενώ διανύουμε τα τελικά στάδια της νεωτερικότητας, συγκλονίζομαι από τη δύναμη και τη γενναιοδωρία των αυτόχθονων φωνών· και όσον αφορά την κριτική θεωρία, διερωτώμαι: Ποια είναι τα όριά της; Μπορεί να γίνει πιο επιδεκτική; Μπορεί να διδαχθεί από τη γνώση των αυτοχθόνων χωρίς να την απορροφήσει; Χωρίς να προσπαθήσει να της επιβληθεί; Θα μπορούσε η τέχνη να γίνει ένας τρίτος χώρος όπου θα ήταν δυνατόν να συναντηθούν και να συνάψουν συμμαχία η κριτική θεωρία και η γνώση των αυτοχθόνων;12 Η προσέγγιση και μόνο αυτών των ερωτημάτων με εκθέτει στον κίνδυνο της παρέκκλισης από τις σταθερές της κριτικής θεωρίας, από τη δική μου πεπατημένη· με παρακινεί να προσπαθήσω να γράψω με διαφορετικό τρόπο.

 

Τα όρια της κριτικής θεωρίας

Εδώ και δύο δεκαετίες βγάζω τον επιούσιο εφαρμόζοντας και διδάσκοντας την κριτική θεωρία – μια ριζοσπαστική μορφή δυτικού ορθολογισμού με συνιστώσες κοινωνικού αγώνα. Αυτού του τύπου η σκέψη έχει υπάρξει ισχυρό μέσο για την κατάδειξη των κυρίαρχων ομάδων και για τη χαρτογράφηση της βίας που διέπει τις κοινωνικές σχέσεις. Ωστόσο, σταδιακά, αρχίζω να αντιλαμβάνομαι πως η κριτική θεωρία έχει όρια. Συνειδητοποιώ πως, χωρίς η ίδια να διαθέτει επίγνωση του γεγονότος, λειτουργεί με υπερβολικά σύγχρονους όρους και αδυνατεί να πραγματευτεί τη μάστιγα και τη χυδαιότητα της νεωτερικότητας στην ολότητά τους. Ασχέτως αν κατανοεί τα παραπάνω, δεν τα συναισθάνεται, δεν δυσφορεί, δεν οδύρεται. Αυτή ακριβώς η άρνηση ή και η αδυναμία της, η ίδια της η αναστολή, την καθιστούν ανεπαρκή.

Η κριτική θεωρία αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη με μια αυστηρότητα που την οδηγεί σε συναισθηματική αγκύλωση: Αν και αντιλαμβάνεται τον πόνο που κυριαρχεί στον κόσμο, η επιστράτευση της ορθολογικής της σκέψης σπάνια συνεπάγεται και έκφραση ή παραδοχή των συναισθημάτων ή της οδύνης της. Όμως, η ολοκληρωτική κατανόηση προϋποθέτει τον πόνο και τη θλίψη που επιφέρει η επίγνωση – δεν μπορεί να τα παρακάμψει. Ο πόνος είναι αναπόσπαστο τμήμα της πίεσης η οποία επιβάλλει την αλλαγή. Η κριτική θεωρία, αφού αποκαλύψει τα εκάστοτε κοινωνικά αίτια, πάντα αποβλέπει στην ανάληψη του ορθολογικού σκέλους του θρήνου – τα συναισθήματα τα παραχωρεί είτε στους υπολοίπους είτε στη διακριτικότητα της σιωπής. Εντούτοις, αμφιβάλλω πως ένας τέτοιος καταμερισμός αρμοδιοτήτων είναι ενδεδειγμένος πια. Αν θέλουμε ο θρήνος να μετατραπεί σε πέρασμα προς την πολιτική δράση, θα πρέπει η λογική και το συναίσθημα να συνυπάρχουν. Ακόμα και μέσα στην ίδια την κριτική ανάλυση, ο πόνος και η θλίψη πρέπει να ρέουν και να εξωτερικεύονται. Ο φόβος της εκδήλωσης συναισθημάτων μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική καταστολή και σε έναν αντίστοιχο τύπο αγκύλωσης. Τα πρότυπα της κριτικής θεωρίας τα οποία αναπτύχθηκαν με το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου γίνονται κατανοητά αν λάβουμε υπόψη το πλαίσιο της εποχής, ακόμα και τότε όμως ίσως ήταν υπερβολικά περιοριστικά από άποψης συναισθήματος. Σήμερα ο αποδεκατισμός των ειδών, η πλήρης κλίμακα της καταστροφής που έχει επέλθει από τη συνέργεια γενοκτονίας και οικοκτονίας, αξιώνει έναν θρήνο πολύ πιο δηλωτικό από την έως τώρα ορθολογική εκδοχή του.

Αν και κάποτε αποδεχόμουν τους προϊδεασμούς και την εσωτερική λογοκρισία που είχε εδραιώσει μέσα μου η κατάρτιση στην κριτική θεωρία, το έργο αυτόχθονων ακαδημαϊκών όπως η Sandy Grande, η Linda Tuhiwai Smith, η Winona LaDuke και η Robin Wall Kimmerer, καθώς και των αυτόχθονων ποιητών και μυθιστοριογράφων Linda Hogan, Leslie Marmon Silko και Louise Erdrich με βοήθησε τρομερά ώστε να ξεπεράσω αυτή την αυτολογοκρισία.13 Τους είμαι ευγνώμων. Χωρίς τη συμβολή τους ποτέ δεν θα είχα αποκτήσει την απαραίτητη διαύγεια ώστε να συνειδητοποιήσω τα όρια των εφαρμογών της κριτικής θεωρίας ως έχει. Ιδιαίτερη πρόκληση αποτέλεσε το Red Pedagogy της Quechua ακαδημαϊκού Sandy Grande.14 Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο που ελλοχεύει όταν μη αυτόχθονες αποφασίζουν να καταπιαστούν με τη γνώση των αυτοχθόνων: εσφαλμένη ανάγνωση, εσφαλμένη ερμηνεία, εσφαλμένη ιδιοποίηση. Όμως, το διακύβευμα είναι τεράστιο, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να το επιχειρήσω. Πρόκειται για ένα διάβημα, μια απόπειρα να ανακαλύψω ποια θα ήταν η εικόνα της κριτικής θεωρίας αν αυτή την κρίσιμη στιγμή ανοιγόταν στη γνώση των αυτοχθόνων.

Η κριτική θεωρία είναι μια αυτοαναστοχαστική διαδικασία. Θεωρητικά θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίσει τις αδυναμίες της και να σκύψει πάνω από αυτές. Και όντως το έχει κάνει με ορισμένες: με την εμπλοκή της στην πολιτιστική και στην πνευματική αγορά και σε μικρότερο βαθμό με την ανάμειξή της με δομές που αφορούν ταξικές και φυλετικές ανισότητες καθώς και ανισότητες μεταξύ των φύλων. Τα προβλήματα όμως που τώρα εντοπίζω στο δικό μου πεδίο δεν θα είναι εύκολο να τα διαχειριστώ. Από τη δική μου σκοπιά, αυτά έχουν τετραπλή διάσταση: πρώτον, το ταμπού της εκδήλωσης συναισθήματος· δεύτερον, ένας κρυφός, επίμονος προοδευτισμός· τρίτον, η κραυγαλέα δυσπιστία σε ό,τι έχει να κάνει με δεσμούς που αφορούν τον χώρο· και τέταρτον, τα ανθρωποκεντρικά κατάλοιπα ενός ουμανισμού ο οποίος εξακολουθεί να επιδίδεται σε ελλιπή κριτική αποτίμηση του εαυτού του. Αθροιστικά, αυτές οι προκαταλήψεις καθιστούν δύσκολη την προσέγγιση της γνώσης των αυτοχθόνων με την αρμόζουσα δεκτικότητα.

 

Το ταμπού του συναισθήματος

Η θεραπεύτρια Susie Jim Billie ενώ συλλέγει φύλλα από φτέρη για ιαματικούς σκοπούς, ινδιάνικος καταυλισμός Seminole, Big Cypress, Φλόριντα, 1985

Ως τέκνο του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού του, η κριτική θεωρία έχει υπάρξει αρκούντως ριζοσπαστική εκθέτοντας την υποκρισία τόσο της δυτικής επιστήμης όσο και της ουμανιστικής παράδοσης του Διαφωτισμού. Μολαταύτα, παραμένει μια μορφή ορθολογισμού, με όλες τις συνεπακόλουθες προκαταλήψεις και τα αντανακλαστικά που αυτός φέρει σε σχέση με την ευαισθησία και το συναίσθημα. Κάτι τέτοιο οφείλεται σε ιστορικούς λόγους. Κάνοντας μια αναδρομή στους αιματηρούς θρησκευτικούς πολέμους της Ευρώπης θυμόμαστε την περίφημη πάλη του Βολταίρου με τον θρησκευτικό ζήλο. Πιο πρόσφατα οι στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης δέχτηκαν ένα βαθιά τραυματικό πλήγμα από την άνοδο του ναζισμού, τον οποίο έβλεπαν ως μια ωμή και με δολοφονικές συνέπειες διοχέτευση του μαζικού αισθήματος· ενός αισθήματος φόβου και απέχθειας ενάντια σε υπαρκτές συνθήκες ατομικής αδυναμίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να κρατήσουν σαφώς επικριτική στάση απέναντι σε κάθε τύπου στερεοτυπικές εκδηλώσεις καθώς και σε εκφράσεις δημόσιου αισθήματος. Μετέπειτα γενιές στοχαστών παρουσίασαν την τάση της αντανακλαστικής εσωτερίκευσης αυτού του ταμπού. Εγώ τουλάχιστον σίγουρα το έκανα, για πολλά χρόνια.

Για να είμαστε δίκαιοι, ορισμένοι στοχαστές έχουν όντως παραδεχτεί πως η καταπίεση του συναισθήματος, ιδιαίτερα από τη λογική, αποτελεί μια μορφή «κυριαρχίας επί της εσωτερικής φύσης». Ο Max Horkheimer και ο Theodor W. Adorno στο κλασικό τους έργο Η διαλεκτική του Διαφωτισμού κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στις τρεις μορφές κυριαρχίας οι οποίες είναι συνυφασμένες στη νεωτερικότητα: την κυριαρχία πάνω στην εσωτερική φύση με τη μορφή του ψυχαναγκασμού· την κυριαρχία πάνω στην «εξωτερική φύση», η οποία οδηγεί στην οικοκτονία· και την κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, για την οποία αργότερα ο Adorno θα ισχυριζόταν πως ρέπει ολοένα και περισσότερο προς τη γενοκτονία.15 Απ’ ό,τι φαίνεται, ο συνδυασμός αυτών των θέσεων προσφέρει ό,τι θα μπορούσε να χρειαστεί η κριτική θεωρία για να αναλογιστεί τον δεσμό οικοκτονίας και γενοκτονίας καθώς και τις δυσκολίες που η ίδια αντιμετωπίζει με τη γνώση των αυτοχθόνων. Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα, τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό. Και πάλι, δεν είναι αργά.

Στα γραπτά του το 1925-26 ο Walter Benjamin αφόριζε την κυριαρχία των αρχουσών τάξεων πάνω στη φύση, προσθέτοντας την απελευθέρωση της φύσης στον προγραμματισμό της επανάστασης.16 To αξιοθαύμαστο αλληγορικό του κείμενο «Προς το πλανητάριο» μαζί με την πραγματεία του πάνω στο Τrauerspiel [μορφή τραγωδίας που αναπτύχθηκε στη Γερμανία κατά τον 18ο αιώνα] αποτελούν ό,τι πλησιέστερο σε κειμενικό θρήνο θα μπορούσε να δημιουργήσει ο Benjamin για την αιματοχυσία και το έντονο αίσθημα απώλειας του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η άνοδος του φασισμού και ο επόμενος παγκόσμιος πόλεμος γιγάντωσαν το διακύβευμα, όπως υποστηρίζει στο διάσημο τελευταίο του κείμενο του 1940 «Για την έννοια της ιστορίας». Στις μέρες μας, καθώς βιώνουμε την «κρίσιμη πραγματικότητα» των τελικών σταδίων της νεωτερικότητας, μέχρι και αυτά τα κείμενα αρχίζουν να μοιάζουν γραφικά. Ο λόγος που τα αναφέρω σε τέτοιο βαθμό, όπως και τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού, είναι για να καταδείξω πως το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι η κριτική θεωρία αδυνατεί να συλλάβει ή να εκφράσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ οικοκτονίας και γενοκτονίας. Το έχει ήδη κάνει. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα είναι πως η σχολαστική άσκηση της κριτικής ανάλυσης δεν έχει συνοδευτεί από την αρμόζουσα εναρμόνιση με τον πόνο της απώλειας. Καθώς ο νους οδεύει προς τη γνώση, ο πόνος πρέπει να περάσει από τη θλίψη ώστε ν’ αποκτήσουμε το απαραίτητο σθένος. Αν η δυναμική της κριτικής θεωρίας είναι απαραίτητη συνιστώσα για την εξομάλυνση του καταστροφικού τοπίου που έχει διαμορφώσει η νεωτερικότητα, τότε ακολουθούν κι άλλες αναγκαίες συνιστώσες μετά από αυτή. Ή για την ακρίβεια: μέσα σε αυτή. Αν σήμερα ήμασταν ξύπνιοι, τα δάκρυά μας δεν θα κυλούσαν παράλληλα με τη ροή του νερού από το λιώσιμο των πάγων;

Σε αντίστιξη με το φιλολογικό απόθεμα της κριτικής θεωρίας, προσέξτε αυτή την παράγραφο από την Chickasaw ποιήτρια και μυθιστοριογράφο Linda Hogan:

Στην πέρα άκρη του χαλκόχρωμου νερού, ένας λευκοτσικνιάς βαδίζει στα ρηχά, το βλέμμα του οξύ ψάχνοντας για ψάρια. Απέναντι, στην άλλη άκρη του νερού, στέκει ένας γαλάζιος ερωδιός, μονάχος. Οι ερωδιοί είναι πουλιά εύθραυστα και δεν είναι λίγες οι φορές που πεθαίνουν από στενοχώρια. Τους συλλογιέμαι όταν ακούω πως άντρες των Χμονγκ, που τους ανάγκασαν να φύγουν από τη γη τους, ξεριζωμένοι στην Αμερική, πεθαίνουν στον ύπνο τους χωρίς κανείς να ξέρει γιατί. Καταλαβαίνω την απώλεια που οδηγεί στην απόγνωση και στον θάνατο. Έχει συμβεί σ’ εμάς και συμβαίνει και στη γη, το ράγισμα της καρδιάς της πλάσης.17

Μέσα σε μια παράγραφο η Hogan εισάγει εντέχνως τον αναγνώστη στη σχέση οικοκτονίας και γενοκτονίας χωρίς να υποπίπτει σε υπερβολικούς συναισθηματισμούς, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα την ανεπάρκεια της κριτικής θεωρίας σήμερα. Σε αδιέξοδο και εξαρτημένοι, εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη διάβρωση που έχει προξενήσει στον κόσμο η νεωτερικότητα. Η αποκλειστικά ορθολογική προσέγγιση αυτής της διάβρωσης αποτυγχάνει – αποτυγχάνει να δώσει δύναμη στη θλίψη, ώστε να μας κάνει πιο πρόθυμους και δεκτικούς, αποτυγχάνει να μας συγκινήσει και να μας καταστήσει πιο αποφασιστικούς. Στην επόμενη ακριβώς παράγραφο, χωρίς να χρειαστεί ούτε μια στιγμή την κριτική θεωρία, η Hogan καταπιάνεται με τον ίδιο τον δεσμό γενοκτονίας και οικοκτονίας. Αναφερόμενη στην ποιήτρια Gertrud Kolmar, ψευδώνυμο της Gertrud Käthe Chodziesner, η οποία δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς, η Hogan σχολιάζει: «Όμως το ολοκαύτωμα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα. Ξεκίνησε σ’ αυτή την ήπειρο, με τη γενοκτονία των αυτόχθονων φυλών και με τον συνεχιζόμενο πόλεμο ενάντια στον φυσικό κόσμο. Ορίστε ένα μάθημα: Ό,τι συμβαίνει στους ανθρώπους και ό,τι συμβαίνει στη γη είναι το ίδιο πράγμα».18

Το σφάλμα της κριτικής θεωρίας ήταν η εν γένει ποινικοποίηση του συναισθήματος –ως είχε– βάσει αποκλειστικά ενός ιστορικού γεγονότος. Όμως, το συναίσθημα το οποίο παρακινούσε τα πλήθη να βρυχώνται στα ναζιστικά συνέδρια της Νιρεμβέργης τότε, ή στα ποδοσφαιρικά γήπεδα σήμερα, δεν είναι το μοναδικό μέτρο του δημόσιου ή του ατομικού συναισθήματος. Το τραύμα της γενοκτονίας και της οικοκτονίας μάς αγγίζει όλους. Είμαστε ασύμμετρα εκτεθειμένοι σε αυτό και το βιώνουμε διαφορετικά, σε συνάρτηση με την πληθώρα των επί μέρους θέσεων και προσωπικών ιστοριών μας – αναμφίβολα. Και πάλι όμως, σε βάθος χρόνου, η απώλεια οποιουδήποτε είναι απώλεια για όλους. Είναι κάτι που μπορεί να εξαχθεί ως πόρισμα μιας λογικής απόδειξης. Όμως, θεωρώ πως η σύλληψη της απώλειας είναι λειψή έως ότου βιωθεί ως αληθινός πόνος. Η έμμεση προσέγγιση, η κωδικοποιημένη διακριτικότητα, η αρνητική απεικόνιση του τραύματος, όλες αυτές οι τάσεις της κλασικής κριτικής θεωρίας ίσως να ήταν αναγκαία μέσα για τη διαχείριση της γενοκτονίας, με τα δεδομένα της τότε εποχής.19 Σήμερα, στο κατώφλι της Έκτης Μαζικής Εξαφάνισης των Ειδών, οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες. Πιστεύω πως ο πόνος του συγκεκριμένου τραύματος πρέπει με κάθε τρόπο να εισχωρήσει και να διαποτίσει τον συλλογικό μας ψυχισμό.20 Αν η κριτική θεωρία αδυνατεί να αποκτήσει το σθένος ώστε να γίνει κοινωνός αυτού του πόνου, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να προβεί σε μια ακριβή διάκριση των συνθηκών που ευνοούν την κατανόηση και την αφύπνιση σε σχέση με τον υπαρκτό δεσμό γενοκτονίας και οικοκτονίας από τη μια και των συνθηκών που ευνοούν την εφαρμογή προπαγανδιστικών κοινωνικών πρωτοκόλλων που στοχεύουν στην κινητοποίηση της υποστήριξης για επιπλέον γενοκτονία και οικοκτονία από την άλλη. Θα πρέπει να φυλάξει τις αποδοκιμασίες της για τη δεύτερη περίπτωση, καθώς και για την καταστολή των προαναφερθέντων ευνοϊκών συνθηκών από τα κέντρα εξουσίας. Ψηλαφώντας τον δεσμό, εξερευνώντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του συναισθήματος που εμφυσά προθυμία για αλλαγή και του χειραγωγήσιμου αισθήματος, μια τέχνη κριτική και αποαποικιοποιημένη έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει σημεία πρόσβασης ώστε να υπάρξει κατανόηση έξω από τα στενά όρια του ορθολογισμού.

 

Κρυφός προοδευτισμός

Βουνό από κρανία βισόνων που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν ως λίπασμα, Rougeville, Μίσιγκαν, δεκαετία 1890

Παρόλο που έχω υπάρξει πολέμιος των νεωτερικών μύθων περί αναπόφευκτης προόδου, πλέον αντιλαμβάνομαι, με τη βοήθεια των γραπτών της Sandy Grande, πως ως θεωρητικός διατηρώ μια κρυφή σχέση με τον προοδευτισμό.21 Ενώ κατέκρινα τα δόγματα της αέναης ανάπτυξης, όπως και της οικονομικής ανάπτυξης, συντηρούσα την τυφλή πεποίθηση πως η συνεχής διανοητική και πολιτιστική αλλαγή απαιτεί ποιοτικά άλματα. Για ποιον άλλο λόγο, διερωτώμαι, αποδεχόμουν τη συνεχή προνομιακή αντιμετώπιση της νέας γνώσης και τη συνεπακόλουθη προκατάληψη κατά της παραδοσιακής; Για ποιο λόγο, ως ακαδημαϊκός, αποδεχόμουν τόσο καιρό την παγιωμένη ζήτηση για καινοτόμες συμβολές στη γνώση; Για ποιο λόγο έκλινα προς τα επιχειρήματα άλλων θεωρητικών αντί προς τη θεμελιώδη και αδιάπαυστη κριτική ανάλυση της νεωτερικότητας, έτσι όπως διατυπώθηκε πολύ καιρό πριν από τους αυτόχθονες; Το ζήτημα δεν είναι πόσο παλιά ή καινούρια είναι μια ιδέα, αλλά το πόσο συναφής είναι, τι πρακτική αξία έχει και πόσο αποτελεσματική είναι στο παρόν πλαίσιο. Πλέον αντιλαμβάνομαι πως η σύγκρουση της κριτικής θεωρίας με τη νεωτερικότητα δεν ήταν αρκετά ισχυρή ή αρκετά σαφής. Η κριτική της νεωτερικότητας η οποία απαντάται στη σκέψη των αυτοχθόνων αποδεικνύεται πιο θαρραλέα σε όλα τα επίπεδα· έχει περισσότερη ψυχή, διέπεται από περισσότερη αμοιβαιότητα και από περισσότερο σεβασμό για τη ζωή. Τα διαφορετικού είδους οράματα που προσφέρει σε σχέση με το «ευ ζην» και τη διαβίωση στη γη έχουν ως επίκεντρο τις σχέσεις αμοιβαίας ευδοκίμησης καθώς και μια κοινότητα η οποία δεν περιλαμβάνει αποκλειστικά ανθρώπους· κατά συνέπεια, αποτελούν χειροπιαστές εναλλακτικές στο κυρίαρχο όραμα της νεωτερικότητας το οποίο αφορά την επίτευξη της ατομικής ευτυχίας μέσα από τον εθισμό στην ακατάσχετη κατανάλωση.

Στη σταδιοδρομία μου στην κριτική θεωρία εξοικειώθηκα με το αντανακλαστικό της επίκρισης οποιασδήποτε τακτικής υποπτευόμουν, έστω και στον ελάχιστο βαθμό, πως ήταν στατική ή οπισθοδρομική. Βλέπω πια πως αυτό το αντανακλαστικό, αυτή η εσωτερικοποιημένη ανησυχία, τροφοδοτείται από την ίδια την εκδοχή της προόδου που αποσκοπούσα να απορρίψω και την ενισχύει με αρνητικό τρόπο. Το ίδιο κάνει και για την ακαδημαϊκή και την επιμελητική αγορά, που πάντα διψούν για οτιδήποτε καινούριο. Η άρνηση της νεωτερικότητας συνεπάγεται ριζική αλλαγή των κυρίαρχων δομών εξουσίας. Πρόκειται για μια «ποιοτική αλλαγή» η οποία δεν μπορεί να αποφευχθεί και προσωπικά θεωρώ πως είναι αδιαπραγμάτευτη. Εντούτοις, είναι πολύ πιθανό τα πολιτιστικά ιδεώδη και οι γνωστικοί πόροι που εμπνέουν και στηρίζουν αυτή την αλλαγή να προηγήθηκαν κατά πολύ της νεωτερικότητας· ίσως υφίστανται από την αρχαιότητα ακόμα. Εμάς το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να είναι αληθινά. Εδώ το «αληθινά» σημαίνει το εξής: Να συνεισφέρουν στη δημιουργία ατραπών που θα οδηγούν μακριά από την κυριαρχία και την αέναη οικοκτονία και γενοκτονία. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση αυτό δεν συνεπάγεται «επιστροφή στη Λίθινη Εποχή». Συνεπάγεται αναχώρηση από μη αειφόρες κοινωνικές μορφές και ιδεώδη που βασίζονται στον τρόμο και στα βλαπτικά τεχνολογικά μέσα και μετάβαση σε αειφόρες και ανθεκτικές κοινωνικές μορφές και ιδεώδη που υποστηρίζονται από την αρμόζουσα τεχνολογία. Τα συστήματα αξιών της γνώσης των αυτοχθόνων μάς δείχνουν πώς έχουν θεμελιωθεί και ριζώσει τέτοιες δομές και ιδεώδη και διατρανώνουν ότι, ουσιωδώς, έχουμε να κερδίσουμε περισσότερα σε επίπεδο σχέσεων, ισορροπίας και ευτυχίας απ’ ό,τι θα χάσουμε αν απαρνηθούμε τα άγχη της νεωτερικότητας. Σε αυτό το σημείο ίσως γίνεται νευραλγικός ο ρόλος της σύγχρονης τέχνης: Στην επιβεβλημένη πολιτιστική επαναδιατύπωση του παλιού και του νέου, σε αυτό που εξαιρετικά περιέγραψε ο Benjamin ως «διαλεκτική εικόνα».

 

Δυσπιστία προς τον χώρο

«Ο ιμπεριαλισμός είναι το πλαίσιο των εμπειριών μας ως αυτοχθόνων», γράφει η Μαορί (των φυλών Ngāti Awa και Ngāti Porou) ακαδημαϊκός Linda Tuhiwai Smith. «Είναι κομμάτι της ιστορίας μας, η δική μας εκδοχή της νεωτερικότητας».22 Ο κάθε αυτόχθονας πληθυσμός έχει τον δικό του χώρο και τη δική του ιστορία, τον δικό του πολιτισμό, τις δικές του παραδόσεις και τη δική του γνώση. Το να μιλάμε για τη γνώση των αυτοχθόνων σαν να είναι ένα και μοναδικό κωδικοποιημένο σώμα αποτελεί υπεργενίκευση. Όπως επισημαίνει και η Smith, «μέχρι και ο όρος "αυτόχθονας" είναι προβληματικός, μιας και περικλείει συλλήβδην πολλούς διακριτούς πληθυσμούς των οποίων οι εμπειρίες από τον ιμπεριαλισμό έχουν υπάρξει εξαιρετικά διαφορετικές».23 Παρά ταύτα, με τον ίδιο τρόπο που εγώ αναφέρομαι στην κριτική θεωρία οι αυτόχθονες ακαδημαϊκοί αναφέρονται στην αυτόχθονα γνώση, της οποίας οι εφαρμογές είναι ποικίλες. Υπάρχει άραγε κάποια κοινή τάση ή προσανατολισμός που η πλειοψηφία των αυτόχθονων πληθυσμών θα μπορούσε να αναγνωρίσει και να μοιραστεί και η οποία θα υπερβαίνει τοπικές πολιτισμικές διαφορές; Κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο να ισχύει για κάθε αυτόχθονα πολιτισμό παντού ή για κάθε επί μέρους αυτόχθονα· δεν πρόκειται για αξιώσεις πάνω σε φυλετικά, βιολογικά ή κατηγορικά κληροδοτήματα, αλλά για διδαγμένες πολιτιστικές παραδόσεις οι οποίες μεταλαμπαδεύτηκαν, επιβίωσαν και διατηρούνται ζωντανές, παρά το γεγονός πως βάλλονται εδώ και καιρό. Ως αναγνώστης, αρχίζω να αντιλαμβάνομαι πως αναδύεται μια κοινή τάση μέσα από τις διαφορετικές στρατηγικές επιβίωσης, μέσα από τη βαθιά εννοιολογική και σχεσιακή γνώση διαφορετικών χώρων και οικοσυστημάτων. Μιας και προϋπήρχε της έλευσης της αποκιοκρατίας, η αυτόχθονη γνώση άντεξε στην επαφή της με αυτή και παρέμεινε σθεναρή μετά από αυτά τα απανωτά τραύματα. Απ’ ό,τι φαίνεται, όντως πρόκειται για μια κοινή θεώρηση ή τουλάχιστον για παρόμοιες θεωρήσεις, οι οποίες αφορούν τη σημασία και τον κεντρικό ρόλο της γης και του χώρου. Αυτή η έμφαση στον σεβασμό για τη ζωή και στη δύναμη του χώρου μού προκαλεί τεράστια εντύπωση.

Στο Braiding Sweetgrass η Potawatomi ποιήτρια και βοτανολόγος Robin Wall Kimmerer εκφράζει αυτή τη σχέση με τον χώρο και την τοποθετεί στο ιστορικό πλαίσιο της αποικιοκρατίας:

Παιδιά, γλώσσα, γη: Σχεδόν τα πάντα καταπατήθηκαν, κλάπηκαν όσο δεν κοιτούσατε, όσο προσπαθούσατε να μείνετε ζωντανοί. Ένα πράγμα δεν μπορούσε να παραδώσει ο λαός μας, όντας αντιμέτωπος με τέτοια απώλεια, τη σημασία της γης του. Στο μυαλό του αποίκου η γη ήταν ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία, ένα κεφάλαιο, πηγή φυσικών πόρων. Αλλά για τον λαό μας ήταν τα πάντα: Η ταυτότητά μας, ο δίαυλος με τους προγόνους μας, το σπίτι των μη ανθρώπινων συγγενών μας, το φαρμακείο μας, η βιβλιοθήκη μας, η πηγή όλων αυτών που μας συντηρούσαν. Η γη μας ήταν ο τόπος όπου ξεπληρώναμε το χρέος μας προς τον κόσμο. Ήταν ιερή. Ανήκε μόνο στον εαυτό της· ήταν ένα δώρο, όχι προϊόν προς κατανάλωση. Συνεπώς, δεν μπορούσε να αγοραστεί ή να πουληθεί. Όλες αυτές τις έννοιες οι άνθρωποι τις πήραν μαζί όταν τους έδιωξαν με τη βία από την αρχαία τους πατρίδα και τους έστειλαν σε καινούρια μέρη. Είτε ήταν η πατρίδα τους είτε η καινούρια γη που τους επιβλήθηκε, ο κοινός χώρος τούς έδινε δύναμη, τους έδινε κάτι για το οποίο άξιζε να πολεμήσουν. Έτσι –στα μάτια του ομοσπονδιακού κράτους– αυτή η πεποίθηση αποτελούσε απειλή.24

Ομοίως, η Kombumerri ακαδημαϊκός Mary Graham, γράφοντας για τα φιλοσοφικά θεμέλια της θεώρησης του κόσμου από τους Αβορίγινες, στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, παρατήρησε δύο βασικές αρχές: «Νόμος είναι η γη» και «Δεν είσαι μόνος στον κόσμο».25 Τόσο η Grande όσο και η Smith προειδοποιούν για τον κίνδυνο παρερμηνείας αυτής της σχέσης με τον χώρο· αφού αυτός έχει τη δυναμική να μας κληροδοτήσει μια τοπική ιδιοφυΐα σε θέματα βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας, τότε πρόκειται για το απόσταγμα μιας μακράς ιστορίας και με κόπο αποκτημένης εμπειρίας.26 Αλλά εκεί έγκειται η διαφορά, η τρανταχτή αντίθεση σε σχέση με τη νεωτερικότητα: Αυτή η ευρεία έννοια της γης, δηλαδή του ιερού χώρου και της διευρυμένης κοινότητας, είναι η απόλυτη πηγή αξιών, ηθικής, δικαιοσύνης και πνευματικότητας για την αυτόχθονα γνώση· μια ηθική που έχει ως επίκεντρο τη γη και τον δεσμό μαζί της, και κατά τις αρχές της οτιδήποτε συμβάλλει στην αμοιβαία ευδοκίμηση τυγχάνει στήριξης, ενώ οτιδήποτε ζημιώνει ή απειλεί το οικοσύστημα είναι απορριπτέο. Θεωρώ πως αυτή η ηθική βάση είναι σαφώς ανώτερη του συστήματος αξιών της νεωτερικότητας, το οποίο επιτρέπει την ανεξέλεγκτη καταστροφή της βιόσφαιρας. Για τα δεδομένα της αυτόχθονης γνώσης και ηθικής η καπιταλιστική συσσώρευση θα συνιστούσε, στην καλύτερη περίπτωση, κτηνωδία. Προσωπικά το βρίσκω σωστό. Βαθύτατα σωστό.

Τότε ποιο είναι το πρόβλημα της κριτικής θεωρίας με τον χώρο; Και πάλι, θα πρέπει να το αξιολογήσουμε υπό το πρίσμα της ανόδου του ναζισμού και της φρίκης του Άουσβιτς. Είναι γνωστό πως οι ναζί προπαγάνδιζαν τη φυλετική φαντασίωση του «αίμα και γη». Αντιστοίχως, κατά τη ναζιστική ιδεολογία, οι Γερμανοί ήταν μια κυρίαρχη φυλή προικισμένη με έναν ιδιαίτερο θείο δεσμό με τη γερμανική γη. Για να διατηρήσουν αγνή την Πατρογονική Γη ήταν αναγκαίο να εξαφανίσουν όλους τους Εβραίους, τους Σίντι και τους Ρομά, όπως και κάθε άλλη ανεπιθύμητη ομάδα, εξοντώνοντάς τους σε θαλάμους αερίων και σε κρεματόρια. Όπως αποδείχτηκε, πολλοί Γερμανοί ενστερνίστηκαν αυτή τη ναρκισσιστική φαντασίωση. Αυτό είχε το αποτέλεσμα η κριτική θεωρία να αντιμετωπίζει επιθετικά κάθε περίπτωση αξιώσεως ενός ιδιαίτερου δεσμού ή σχέσης μεταξύ ενός λαού ή πολιτισμού με τον τόπο του, εκλαμβάνοντάς τη αντανακλαστικά ως κάποιο κρούσμα πρωτοφασισμού που κρύβει τον σπόρο της γενοκτονίας. Φυσικά, η κατανόηση και η ενσάρκωση του δεσμού με τη γη σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται πίστη σε εγγενή φυλετικά προνόμια. Κατά γενική ομολογία, οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Βόρειας Αμερικής δεν τον αντιλαμβάνονταν ούτε και τον ενσάρκωναν με αυτόν τον τρόπο. Ο ισχυρισμός πως κάθε μορφή δεσμού με τη γη δύναται να αποκτήσει φυλετικό πρόσημο, άρα και γενοκτονικό, δεν δικαιολογεί από μόνος του την οριζόντια απόρριψη όλων των παραδόσεων και των ηθών των πολιτισμών οι οποίοι έχουν δεσμούς με τη γη, τουλάχιστον όχι χωρίς να απαντηθούν τα σχετικά ερωτήματα σε σχέση με το εκάστοτε πλαίσιο ή με τα πραγματικά γεγονότα.

Η προάσπιση της γης και της ζωής ενάντια στην κρατικά επιχορηγούμενη οικοκτονία και γενοκτονία απέχει σαφώς από τη χρήση της εξουσίας του σύγχρονου κράτους με στόχο την προώθηση ενός φυλετικοποιημένου δεσμού με τη γη και με απώτερο σκοπό τη διάπραξη γενοκτονίας. Η αντιφατική στάση της κριτικής θεωρίας και η αδικία των προβαλλόμενων προκαταλήψεών της είναι ανησυχητική. Οι θεωρητικοί θα έπρεπε να μπορούν να εντοπίσουν και να διορθώσουν αυτό το πρόβλημα απλώς κάνοντας χρήση των δικών τους αυστηρά ορθολογικών εργαλείων. Κι όμως, έχω συναντήσει αυτό το αντανακλαστικό σε πολυάριθμες συζητήσεις σε ακαδημαϊκό επίπεδο, ακόμα και σε σχέση με σύγχρονους, μη αυτόχθονες υποστηρικτές μιας ηθικής της γης, όπως ο Aldo Leopold, ο Wendell Berry και ο Gary Snyder. Γνώμη μου είναι πως οποιαδήποτε βιώσιμη αντίσταση κατά της νεωτερικότητας και του δεσμού της οικοκτονίας και της γενοκτονίας είναι απαραίτητο να διέπεται από κάποια εκδοχή της ηθικής της γης. Πολύ απλά, πρέπει να γνωρίζεις και να αγαπάς ένα μέρος πριν εκπληρώσεις τη δέσμευσή σου να το φροντίζεις και να το υπερασπίζεσαι. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη φυλετικοποίησης αυτής της αντίληψης ή αντιπαράθεσής της με ανησυχίες οι οποίες αφορούν την ύπαρξη συνθηκών που ευνοούν τη γενοκτονία. Η γενοκτονία και η οικοκτονία συμβαίνουν ήδη. Και είναι ξεκάθαρο πως υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο σύγχρονος άνθρωπος και όχι οι αυτόχθονες.

 

Ανθρωποκεντρισμός

Για τους μοντερνιστές και κατ’ επέκταση για τους περισσότερους σύγχρονους ανθρώπους μόνο η ανθρώπινη ζωή διαθέτει εγγενή αξία. Η ηθική και η πολιτική υπόσταση απορρέουν από αυτή. Τα ζώα και το φυσικό περιβάλλον ως τώρα εξυπηρετούσαν απλώς ανθρώπινους σκοπούς, αποτελούσαν φόντο για την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο ανθρωποκεντρισμός έχει υπάρξει το ίδιο πρωταρχική έννοια για τη νεωτερικότητα με το κίνητρο του κέρδους. Πιθανώς αυτή η ψευδαίσθηση του ανθρώπινου εξαιρετισμού, της ανωτερότητας και της κυριαρχίας να είναι ακόμα πιο θεμελιώδης. Οι νέες θεωρητικές τάσεις του «πράσινου καπιταλισμού» και της «νεωτερικής οικολογίας» αποτελούν απλώς προέκταση του ανθρωποκεντρισμού. Η φύση έχει αξία μόνο για το ανθρώπινο είδος. Η σπουδαιότητα της βιοποικιλότητας των οικοσυστημάτων δεν έγκειται στο ότι κάθε μορφή ζωής υφίσταται αυτόνομη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης κοινωνίας αμοιβαιότητας, αλλά αξιολογείται αποκλειστικά ως πηγή «οικοσυστημικών υπηρεσιών» για μας.

Αναμφισβήτητα, αυτές οι αυτάρεσκες και ωφελιμιστικές φαντασιώσεις ανωτερότητας αποτελούν ύβρεις. Ακόμα χειρότερα, είναι ενεργά καταστροφικές: Ενισχύουν και νομιμοποιούν τον αέναο πόλεμο της νεωτερικότητας κατά της βιόσφαιρας. Είναι δολοφονικές τόσο για τη ζωή των ανθρώπων όσο και για το περιβάλλον. Το πραγματικό άλμα σε επίπεδο αφύπνισης το οποίο χρειάζεται να γίνει τώρα, το άλμα που θα οδηγήσει στη συνύφανση συναισθήματος, σκέψεως και δράσης, είναι προς μια θεώρηση με γνώμονα τη φύση προσανατολισμένη προς την αμοιβαιότητα. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται μια ριζική διεύρυνση της ηθικής και πολιτικής κοινότητας ώστε να περιλαμβάνει ολόκληρη τη βιοκοινότητα των μορφών ζωής με τις οποίες εξελιχθήκαμε παράλληλα από τη Μαζική Εξαφάνιση της Κρητιδικής Περιόδου μέχρι σήμερα.27 Όπως το θέτει και η Kimmerer, «Η ευδοκίμηση είναι πάντα αμοιβαία».28 Ένα σύστημα αξιών και μια πολιτική αμοιβαιότητας θα αναγνώριζαν την εγγενή αξία της ζωής σε όλο της το φάσμα. Θα αναγνώριζαν τις υποχρεώσεις του ανθρώπινου είδους σε αυτό που ο David Abram αποκαλεί το «υπερανθρώπινο πλέγμα».29 Αυτή η ωραία φράση του Abram υποδηλώνει την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής ταπεινότητας: Οι άνθρωποι είναι απλώς ένα τμήμα του ιστού της ζωής. Πλέον πρέπει υπερασπιστούμε αυτόν τον ιστό στην ολότητά του.

Οι αυτόχθονες κουλτούρες έκαναν ήδη αυτό το άλμα – το έκαναν πριν από χιλιάδες χρόνια. Πολύ πιο πρόσφατα επικριτές της νεωτερικότητας επεξεργάζονται μη παραδοσιακές οδούς προς τα ιδεώδη των αυτοχθόνων: από την «ηθική της γης» του Leopold και τη «βιοπεριφερειοποίηση» του Snyder μέχρι τη «βαθιά οικολογία» του Arne Naess.30 Η Val Plumwood, η Donna Haraway και η Anna Tsing, ακαδημαϊκοί στα πεδία των περιβαλλοντικών ανθρωπιστικών επιστημών και των ζωικών επιστημών, έχουν διατυπώσει περίτεχνες εκδοχές μιας «κοινότητας πολλαπλών ειδών».31 Ίσως όντως να είναι εφικτή μια επαναδιατύπωση της θέσης των Adorno και Horkheimer περί «τάσεων προς την πραγματική ανθρωπιά»· σίγουρα, ένας ανθρωπισμός με αρκούντως αυτοκριτική διάθεση θα προσέδιδε ηθική και πολιτική υπόσταση και στα μη ανθρώπινα όντα.32 Χωρίς να χρειάζεται να επεκταθώ στις λεπτομέρειες κάποιας συγκεκριμένης εκδοχής, πιστεύω πως πλέον ζούμε στην εποχή της επισφράγισης του κινήματος της σκέψης και του συναισθήματος. Χρειάζεται να δοθεί προτεραιότητα στις ανάγκες της βιόσφαιρας και όχι στα επινοημένα κοινωνικά κυκλώματα της ανθρώπινης επιθυμίας. Σε τελική ανάλυση, σε κάθε περίπτωση, η εξής προοπτική είναι αναπόφευκτη: Όσο κακομεταχειριζόμαστε τα οικοσυστήματα σε σημείο κατάρρευσής τους, τόσο υποβαθμίζεται ολόκληρο το φάσμα της ζωής της πλανητικής κοινότητας – πρόκειται για μια υποβάθμιση σε εξελικτικό επίπεδο, σε επίπεδο ηθικό και πολιτικό, καθώς και σε συναισθηματικό και αισθητικό επίπεδο. Η παραδοχή και η κατανόηση ότι η οικοκτονία συνεπάγεται καθολική υποβάθμιση της ζωής θα αποτελούσε ρήξη με τη νεωτερικότητα.

Βεβαίως, η υπερανθρώπινη ηθική της αμοιβαιότητας είναι πολύ παλαιότερη της νεωτερικότητας και της αντίστοιχης επιστήμης της οικολογίας. Υπήρχε πάντα στις παραδόσεις της αρμονικής συμβίωσης με το περιβάλλον και στα διδάγματα της γνώσης των αυτοχθόνων. Οι αυτόχθονες φωνές μάς το υπενθυμίζουν αυτό εδώ και αρκετό καιρό πλέον. Πάρτε, για παράδειγμα, τη Διακήρυξη της Κάρι-Όκα του 1992, στο πλαίσιο της διάσκεψης του Ρίο για το περιβάλλον. Μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών δηλώσεων έκτοτε συγκαταλέγονται και η διακήρυξη της Κοτσαμπάμπα, ως απάντηση στην αποτυχία της διάσκεψης της Κοπεγχάγης για το κλίμα το 2009, και η δεύτερη Διακήρυξη της Κάρι-Όκα, παράλληλα με τη διάσκεψη του Ρίο+20 το 2012.33 Στην παρούσα φάση οι ηγέτες των αυτόχθονων πληθυσμών, οι καθηγητές και οι ακτιβιστές απευθύνονται ευθέως στον κόσμο επειδή αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα. Από τη στιγμή που έχουν υποστεί τη γενοκτονική-οικοκτονική βία της νεωτερικότητας εδώ και πεντακόσια χρόνια, οι αυτόχθονες πληθυσμοί γνωρίζουν για τι πράγμα μιλούν. Η ηθική της αμοιβαιότητας, με επίκεντρο τον δεσμό με τη γη, την οποία και εκφράζουν, προσφέρει οδούς που θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν το τοπίο σε έσχατους καιρούς κατάρρευσης.

Ο ανθρωποκεντρισμός της δυτικής νεωτερικής παράδοσης έχει υποστεί σκληρή κριτική από ακαδημαϊκούς των περιβαλλοντικών ανθρωπιστικών επιστημών και των ζωικών επιστημών. Ορισμένοι θεωρητικοί υποστηρίζουν το άλμα και τη μετάβαση προς μια διευρυμένη έννοια της κοινότητας και του καθήκοντος· αλλά αποτελούν την εξαίρεση. Σύμφωνα με τις δικές μου εκτιμήσεις, σε γενικές γραμμές η κριτική θεωρία αντιδρά σε αυτές τις εισηγήσεις. Μπορώ να σκεφτώ διάφορους λόγους γι’ αυτό: Φόβοι για την αναξιοπιστία της ενσυναίσθησης και της προβολής που προκύπτει από αυτή, φόβοι για την απαλοιφή της ατομικότητας σε μια γενικευμένη ταύτιση με τη φύση, φόβοι για την υποτίμηση της αξίας των ανθρώπινων όντων, φόβοι για μισανθρωπισμό, φόβοι πως τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να νομιμοποιήσουν τη διάπραξη γενοκτονίας στο όνομα της προστασίας της βιόσφαιρας από την οικοκτονία, φόβοι για αποσιώπηση των διακρίσεων μεταξύ ανταγωνιστικών τάξεων και ομάδων συμφερόντων στους κόλπους της ανθρώπινης κοινότητας.

Και πάλι όμως δεν έχω πειστεί. Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν προσεκτική αξιολόγηση των δεδομένων, αλλά εκφράσεις των στερεοτυπικών αντανακλαστικών αντιδράσεων και προκαταλήψεων της κριτικής θεωρίας. Πιστεύω πως η αναγωγή ενός αναδυόμενου ηθικοπολιτικού μοντέλου, με παλιές και σύγχρονες συνιστώσες, σε ένα άθροισμα πιθανών απειλών –οι οποίες μάλιστα συχνά αποτελούν προβολές των συμπλεγμάτων της ίδιας της κριτικής θεωρίας– ακριβώς τη στιγμή που μαίνονται η οικοκτονία και η γενοκτονία εκ μέρους των κυρίαρχων τάξεων στερείται θεωρητικής εγκυρότητας και είναι ενδεικτική των ίδιων των αρχέγονων φόβων της κριτικής θεωρίας. Φυσικά και αντιλαμβάνομαι πως η επιδείνωση της φθοράς της βιόσφαιρας θα τροφοδοτήσει ορισμένες τάσεις οι οποίες θα ρέπουν προς τον φασισμό και σε παρόμοια καπιταλιστικά παρακρατικά μορφώματα με το πρόσχημα της διαχείρισης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης. (Μαθαίνουμε πως κάθε δευτερόλεπτο μετακινείται ένα άτομο λόγω κλιματικών αλλαγών· κανείς δεν μπορεί να μαντέψει το αντίστοιχο νούμερο για τους μη ανθρώπινους κλιματικούς πρόσφυγες.34 Το σίγουρο είναι πως οι πολιτικές παράμετροι της μετανάστευσης στοιχειώνουν το παρόν και θα στοιχειώνουν και το μέλλον.) Η άποψή μου όμως για την αποστολή της κριτικής θεωρίας είναι πως πρέπει να αποσαφηνίσει τις διαφορές μεταξύ της υποτροπής προς τη βία και ενός υπαρκτού αναδυόμενου κινήματος που αποσκοπεί στον περιορισμό και στην εξάλειψη της οικοκτονίας και της γενοκτονίας – όχι να συγχωνεύσει τις διαφορές δύο ριζικά διαφορετικών ιδεολογιών, ηθικά και πολιτικά, ώστε να τις αξιολογήσει με τα ίδια κριτήρια.

 

Επανασύνδεση με τον χώρο

Χάρτης από τον Alonso de Santa Cruz του κόλπου και της ακτής της «Νέας Ισπανίας», από τον ποταμό Cape Fear στη Βόρεια Καρολίνα ως τον ποταμό Pánuco στο Μεξικό, περ. 1572

Καλό θα ήταν αυτή η συζήτηση να μην παραμείνει απλώς μια αυθαίρετη κουβέντα πάνω στον δεσμό οικοκτονίας και γενοκτονίας – πρέπει να αποκτήσει πρακτική υπόσταση. Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει να διεξαχθεί σε προσωπικό επίπεδο, θα πρέπει να εδράζεται σε εμπειρικά και κοινωνικά δεδομένα, στο συναίσθημα και στις μαρτυρίες. Οπότε ας ξαναπροσπαθήσω να σας συστηθώ. Όπως όλοι οι άνθρωποι, και τα ζώα επίσης, διδάχτηκα τα πρωτόκολλα του χαιρετισμού και των συστάσεων. Το να βλέπω άλλους ανθρώπους να ενεργούν με διαφορετικό τρόπο με βοηθά να αναλύω και τα δικά μου ήθη και τις δικές μου συμβάσεις. Αντιμετωπίζω δυσκολίες στη διαχείριση της σχέσης μου με τον τόπο καταγωγής μου και συνεπώς προβληματίζομαι για ζητήματα που αφορούν τον χώρο, τη φύση των αυτοχθόνων και την αυτόχθονη γνώση. Η κριτική θεωρία αδυνατούσε να με βοηθήσει να κατανοήσω τα βαθύτερα συναισθήματά μου για τον τόπο καταγωγής μου, αλλά η επαφή με την αυτόχθονη γνώση σταδιακά με εξοικείωσε με τη σημασία αυτών των συναισθημάτων. Πώς είναι δυνατόν αυτό;

Διαβάζοντας και ακούγοντας αυτόχθονες ακαδημαϊκούς, εντυπωσιάζομαι όχι μόνο από τα πανίσχυρα και γενναιόψυχα μηνύματά τους, αλλά επίσης από τον τρόπο με τον οποίο συστήνονται. Πολλοί αναγγέλλουν τόσο το όνομά τους όσο και τη συνάφειά τους με τις αντίστοιχες φυλές και φατρίες. Παρατηρώ πως σχεδόν όλοι αναφέρουν από πού κατάγονται. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Παρότι δεν είμαι αυτόχθονας και δεν ανήκω σε κάποια φυλή ή φατρία, γιατί σε αντίστοιχες περιστάσεις να μην ανέφερα τον τόπο καταγωγής μου; Δεν θα αισθανόμουν την ανάγκη ή την υποχρέωση να το κάνω. Γιατί; Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που διδάχτηκα, ο τόπος καταγωγής δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός. (Προφανώς, υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες κατά τη διέλευση συνόρων όπου ο τόπος γέννησης είναι εξαιρετικά σημαντικός, αλλά εγώ έχω πιο απλές καταστάσεις κατά νου: Για παράδειγμα, όταν συναντιούνται δυο άγνωστοι, ή όταν τους συστήνουν κοινοί φίλοι, ή όταν απευθυνόμαστε σε άτομα τα οποία δεν γνωρίζουμε.) Υπάρχουν πράγματα τα οποία θεωρούνται πιο σημαντικά ώστε να βοηθήσεις τους άλλους να σε ανιχνεύσουν, να σε κατανοήσουν και ίσως να ανταποκριθούν σε ό,τι έχεις να πεις. Σε γενικές γραμμές, από σένα περιμένουν ν’ ακούσουν την ιδιότητά σου, το πώς βιοπορίζεσαι. Σε ορισμένες περιστάσεις ίσως και το πού δουλεύεις και πού διαμένεις τη δεδομένη στιγμή. Όχι όμως και από πού κατάγεσαι. Αυτό λέει πολλά.

Μήπως η υποτίμηση του χώρου (σε γεωγραφικό επίπεδο και όχι εθνικότητας) στη νεωτερικότητα είναι μέρος του προβλήματος; Μήπως είναι μια από τις αιτίες της συναισθηματικής απόσχισης και της αδιαφορίας που καθιστά δυνατή την κακομεταχείριση των χώρων, των τοπίων και των οικοσυστημάτων μπροστά στα μάτια μας; Αν κάτι τέτοιο ισχύει, μήπως η επανασύνδεση με τον χώρο είναι ένα απαραίτητο πολιτικό βήμα για την υπεράσπιση της βιόσφαιρας; Μπορούμε εμείς, οι μη αυτόχθονες πληθυσμοί, να διδαχτούμε από την αυτόχθονη γνώση ώστε να συσχετιστούμε με τον χώρο μας και να διαβιώσουμε σε αυτόν με περισσότερο σεβασμό και μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα; Έχοντας πάντα κατά νου τις διαφορές που αφορούν το πλαίσιο, την ιστορία και τη θέση, μήπως μπορούμε να ανακαλύψουμε πρότυπα που θα δώσουν νέα κατεύθυνση και θα εξισορροπήσουν τις πρακτικές μας;

Θα ήθελα να μπορώ να πω πως κατάγομαι από έναν τόπο, πως οι ρίζες μου είναι από κει και πως παραμένω ριζωμένος σε αυτόν τον τόπο. Παρ’ όλα αυτά, η νεωτερικότητα, η οποία μας έχει μυήσει στη διαρκή κίνηση, στην απληστία και στον πλανώμενο τρόμο, με έχει ξεριζώσει. Κατά τα ιδεώδη της νεωτερικότητας ο χώρος αποτελεί επικράτεια προορισμένη να κατακτηθεί, να κυριαρχηθεί και να λεηλατηθεί. Ο χώρος είναι εκεί όπου καταφεύγει ο μοντέρνος άνθρωπος για να εξαγάγει πόρους, για να τροφοδοτήσει τις εξαρτήσεις του, για να επιδιώξει μια ψευδαίσθηση ευτυχίας. Η παράδοση των αυτοχθόνων, αυτός ο παθιασμένος δεσμός με τη ζώσα γη, τον ζωντανό αέρα και τα νερά ενός τόπου, αποτελεί εμπόδιο στις επιδιώξεις της νεωτερικότητας, το ίδιο και οι αυτόχθονες πληθυσμοί, οι οποίοι ήταν πάντα πρόθυμοι να υπερασπιστούν τη ζωή του χώρου τους. Για να χαρακτηριστεί κάποιος άνθρωπος μοντέρνος πρέπει να απαρνηθεί την ταυτότητα του αυτόχθονα. Στη νεωτερικότητα οι αυτόχθονες πληθυσμοί εκτοπίζονται, εκδιώκονται και στοχοποιούνται με σκοπό την απομάκρυνση και την εξουδετέρωσή τους. Κατά τους νεωτεριστές αυτό αποτελεί πρόοδο.

Θα ήθελα να πω πως κι εγώ, κάποτε τουλάχιστον, ήμουν ριζωμένος κάπου. Όλοι μας κάπου μεγαλώσαμε. Το μέρος όπου μεγάλωσα δεν είναι το ίδιο με το μέρος όπου γεννήθηκα. Δεν είναι το μέρος όπου είναι θαμμένοι οι πρόγονοί μου και η μητέρα μου. Δεν είναι το μέρος όπου ζω τώρα. Και πάλι, αισθάνομαι πως γνωρίζω εκείνο το μέρος καλύτερα απ’ ό,τι θα γνωρίσω οποιοδήποτε άλλο. Το κορμί μου το θυμάται. Θυμάται τον ουρανό του, το φως του, τις καταιγίδες του, τις μυρωδιές του. Θυμάται το τραγούδι και τις λαλιές των πουλιών, τα δέντρα και τα φυτά, τα φίδια και τα ψάρια, τη βοή των κυμάτων καθώς έσκαγαν πάνω στην κοραλλιογενή άμμο.

Κοτσύφια, τρυγόνια, δρυοκολάπτες. Μυρμήγκια της φωτιάς, σφήκες με φωλιές που έμοιαζαν φτιαγμένες από χαρτί, πράσινες ανόλε. Φοινικόθαμνοι, νυχτοπεταλούδες, γαλάζιες βερβένες. Πεύκα που φύτρωναν στο βαλτόχωμα, σερενόα, αδαμάντινοι κροταλίες. Μοβ και ροζ φουντωτοί θάμνοι, γυαλιστερά μύρτιλα. Ρολογιές, αγκαθωτή χλόη, μαυρομάτικοι ηλίανθοι. Γαλάζιες κίσσες, κοραλλιόφιδα, γεώβιες χελώνες. Μπάτονγουντ, ικάκο, κόκκινα και μαύρα μαγκρόβια. Μεγάλοι γαλάζιοι ερωδιοί, ψαραετοί, χουλιαρομύτες. Κορμοράνοι, νεροπούλια, λευκές ιβίδες. Αλιγάτορες, κέφαλοι, λαβράκια. Κοκοφοίνικες, βασιλικοί φοίνικες, τερέβινθοι. Καθαρτές, φαλακροί αετοί, ψαλιδάριδες. Γλυκολεμονιές, αγριοσυκιές, φοίνικες παλμέτο. Πλατύφυλλα δέντρα, αγριοβρόμη και ροζ λουλούδια που φύτρωναν στην άμμο. Στέρνες, γλαρόνια, μαύροι ρύγχωπες. Βούκινα, θαλάσσια σαλιγκάρια σε μικρά και μεγάλα κοχύλια. Μανάτοι, διαβολόψαρα, ρινοδέλφινα. Κάβουρες των βράχων, ασημόψαρα, καφέ πελεκάνοι. Ξιφίες, χελιδονόψαρα, σφυροκέφαλοι. Δελφινόψαρα, γουαχού, μεγάλα μπαρακούντα. Σωρειτομελανίες, τροπικές καταιγίδες, θύελλες.

Για κανένα άλλο μέρος της Γης δεν θα μπορούσα να καταγράψω έναν τόσο μακρύ κατάλογο φυσικών παραστάσεων. Για μένα όλα αυτά τα ονόματα είναι και ονόματα τόπων. Το καθένα από αυτά είναι συνδεδεμένο με πολύ σαφείς αναμνήσεις, με αληθινές εμπειρίες προσαρτημένες σε συγκεκριμένα τοπία, σε οικείες αυλές και αλάνες, σε σαβάνες με πεύκα, σε υγρότοπους με σπαθόχορτα, σε παραλίες τις οποίες τα γυμνά μου πέλματα γνώριζαν καλά, ή πέρα στις παρυφές του Ρεύματος του Κόλπου του Μεξικού, σε φουσκοθαλασσιές που ακόμα αισθάνεται και θυμάται το έσω ους μου. Το κάθε όνομα, και το κάθε έμβιο ον που αυτό αντιπροσωπεύει, με τοποθετεί σε μια περιοχή της μνήμης όπου το σώμα και ο χώρος είναι πιο αληθινά και ανάγλυφα από την αίσθηση της παρέλευσης του χρόνου. Ανακαλύπτω πως αυτές οι αναμνήσεις, αυτές οι χαραγμένες εμπειρίες και οι ιστορίες που τις περιβάλλουν είναι εξαιρετικά σημαντικές για μένα. Συνεχίζουν να με συνδέουν με τον χώρο. Δεν μπορώ να φανταστώ πως αυτό κάποτε θα σταματήσει. Λένε ότι οι αναμνήσεις είναι ρευστές και άπιαστες, πως ξεγλιστρούν και είναι παραπλανητικές. Όμως αυτές μοιάζουν ακλόνητες, άχρονες και απρόσβλητες από την αλλαγή και από το μοιραίο του θανάτου. Είναι οι αναμνήσεις μου. Σίγουρα, όταν πεθάνω, θα πεθάνουν και αυτές ως αναμνήσεις. Σίγουρα, επίσης, θα συνεχίσουν να ζουν ως αντανάκλαση των ζωντανών αυτών τόπων. Αυτή η «σιγουριά» δεν είναι προϊόν της νεωτερικότητας. Είμαι ξεριζωμένος, αλλά θεωρώ πως κουβαλώ μια βαθιά, συναισθηματική και όχι ορθολογική, άρνηση της νεωτερικότητας. Αυτά τα ονόματα, οι αναμνήσεις, οι εμπειρίες δεν ανήκουν αποκλειστικά σ’ εμένα. Διαθέτουν τη δική τους ζωή, ή ενέργεια, ή πνεύμα, αν θέλετε. Συνεπώς, θεωρώ πως η γη, ο αέρας, τα νερά είναι ζωντανά, όπως έχουν διακηρύξει άλλοι πριν από μένα. Κοχλάζουν και δονούνται από ζωή και ενέργεια και συναίσθημα. Από αυτό το μέρος, από το μέρος της καταγωγής μου, έχω συγκρατήσει κάτι, ένα ίχνος, ένα ψήγμα, μια ρανίδα του παλμού του, την ανάμνηση μιας ζωής που ξεπερνά τόσο εμένα όσο και κάθε άλλο άνθρωπο.

 

Ποια νότια Φλόριντα;

Αν τώρα προσθέσω πως είμαι Αμερικανός, θα μαντέψετε και την καταγωγή μου: Είμαι από τη νότια Φλόριντα. Και πάλι, όμως, πρέπει να γίνω πιο σαφής. Το νότια Φλόριντα δεν λέει πολλά από μόνο του. Υπάρχουν πολλές νότιες Φλόριντες. Από ποια απ’ όλες κατάγομαι; Σε ποια απ’ όλες οφείλω την πίστη μου και πώς την εκφράζω; Αυτά τα ερωτήματα με προβληματίζουν, με παρακινούν να αναλογιστώ ακόμα περισσότερο τα συναισθήματά μου, με υποχρεώνουν να γράψω περισσότερο γι’ αυτά. Η νότια Φλόριντα είναι μια γη βαθιά πληγωμένη από τη γενοκτονία και την οικοκτονία, τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Κατ’ αρχάς, είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσω το εξής: Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της νότιας Φλόριντα αφανίστηκαν έπειτα από κύματα εισβολών αποίκων, έπειτα από επιδρομές δουλεμπόρων και από ασθένειες που έφεραν οι Ευρωπαίοι. Οι φυλές των Calusa και Ais, των Jeaga, των Jobe, των Tequesta και των Matecumbe είχαν ήδη αφανιστεί πολιτιστικά, αν όχι βιολογικά, από τον καιρό που η Βρετανία απέσπασε τη Φλόριντα από τους Ισπανούς το 1763.

Μέχρι το 1818, όταν ο Andrew Jackson εισέβαλε στη Φλόριντα, η χερσόνησος κατοικούνταν από τους νέους πληθυσμούς των Seminol και των Miccosukee, οι οποίοι είχαν αποσχιστεί από τη φυλή των Muscogee της Οκλαχόμα και είχαν μεταναστεύσει στις ερημωμένες περιοχές της βορειοδυτικής Φλόριντα τον 18ο αιώνα. Σε αυτούς τους πληθυσμούς ενσωματώθηκαν πρώην σκλάβοι αφρικανικής καταγωγής οι οποίοι είχαν δραπετεύσει από φυτείες των νότιων πολιτειών, καθώς και άλλο ένα κύμα προσφύγων της φυλής των Muscogee, μετά την αμερικανική εισβολή στην Επικράτεια του Μισισιπή. Η απαρχή αυτών των πολέμων χρονολογείται από την εποχή της επιβολής του δουλεμπορίου στους αυτόχθονες πληθυσμούς από τους Βρετανούς αποίκους τον 17ο αιώνα. Με τους Seminol, τους Miccosukee και τους αφρικανικής καταγωγής πληθυσμούς συμβίωναν και οικογένειες Κουβανών ψαράδων, μέλη των οποίων παντρεύτηκαν με μέλη των εγκατεστημένων φυλών και ζούσαν σε μικρά αγροκτήματα στις ακτές της νότιας Φλόριντα και στα κοραλλιογενή νησιά του αρχιπελάγους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησαν τον έλεγχο της Φλόριντα το 1821 και χωρίς να χάσουν χρόνο έθεσαν σε εφαρμογή την πιο φυλετικοποιημένη επιχείρηση απομάκρυνσης και εξολόθρευσης που είχε γνωρίσει η περιοχή. Οι Seminol, οι Miccosukee και οι αφρικανικής καταγωγής πληθυσμοί αντιστάθηκαν με σθένος. Όταν το 1858 οι Αμερικανοί κήρυξαν τη λήξη των Πολέμων με τους Seminol, όπως τους αποκαλούσαν, η πλειοψηφία των επιβιωσάντων Seminol και Miccosukee καθώς και μερικοί «Μαύροι Seminol» είχαν εκτοπιστεί στη σημερινή Οκλαχόμα. Ωστόσο, μικρές ομάδες παρέμειναν, ανεξάρτητες, στις περιοχές των Everglades και του Big Cypress. Αυτές είναι οι φυλές των Seminol και των Miccosukee που ζουν πλέον στη Φλόριντα, στις βόρειες παρυφές του Εθνικού Πάρκου των Everglades και σε έξι περιοχές, διάσπαρτες στη νότια Φλόριντα, παραχωρημένες από το αμερικανικό κράτος.35

Οικολογικά, η νότια Φλόριντα τροφοδοτείται από τον ζεστό ήλιο και από τα νερά που πέφτουν από τους ουρανούς σχεδόν κάθε απόγευμα από τον Μάρτιο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Ιστορικά, αυτά τα νερά διέσχιζαν τη γη μέχρι τη νότια χερσόνησο, όπου χύνονταν στη θάλασσα και αναμειγνύονταν με το αλμυρό νερό σε δάση με μαγκρόβια δέντρα και σε τροπικά θαλάσσια λιβάδια τα οποία προστατεύονταν από νησίδες-φράγματα. Μια από τις κύριες ιστορικές λεκάνες απορροής μετέφερε νερό από τη λίμνη Kissimmee νότια στη λίμνη Okeechobee. Όταν την καλοκαιρινή περίοδο των βροχών η Okeechobee υπερχείλιζε, ένα πέπλο ρηχού νερού κυλούσε αργά προς τον νότο, μέσα από τους βάλτους των Everglades και προς τον Κόλπο της Φλόριντα. Μικρά δάση πλατύφυλλων δέντρων πάνω σε υποτυπώδη νησιά που θύμιζαν δάκρυ στιγμάτιζαν τους υδροβιότοπους με τα σπαθόχορτα. Ανάμεσα στον βάλτο του ποταμού Shark και στον ποταμό Caloosahatchee βρίσκεται ο βάλτος του Big Cypress, το πιο παραγωγικό οικοσύστημα της χερσονήσου, όπου δάση με κωνοφόρα και σαβάνες κάλυπταν τις ακτογραμμές και άλλες ξηρότερες περιοχές.

Αυτός ο συγκερασμός φιλοξενούσε ποικιλία άγριας φύσης, την αφθονία της οποίας είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε σήμερα. Υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών, η ανάπτυξη με μοναδικό γνώμονα την κερδοσκοπία, η βιομηχανική μονοκαλλιέργεια και οι απόπειρες διευθέτησης της ροής των υδάτων έχουν υπάρξει οικολογικά καταστροφικές. Στην Ανατολική Ακτή, η λεωφόρος U.S. Route 1, από το Homestead μέχρι το Jupiter, αποτελεί στην ουσία έναν ατέλειωτο δρόμο με μαγαζιά εκατέρωθεν. Το μεγαλύτερο μέρος των μαγκρόβιων δασών έχει εξαλειφθεί και έχει αντικατασταθεί από τσιμεντένιους κυματοθραύστες. Η απορροή των τοξικών λυμάτων από τους δρόμους, τα γήπεδα του γκολφ και το γρασίδι των σπιτιών έχει σκοτώσει το μεγαλύτερο μέρος των τροπικών θαλάσσιων λιβαδιών. Οι εκσκαφές και η δημιουργία καναλιών έχουν εξαθλιώσει τα όμορφα ιστορικά ποτάμια και έχουν εκτρέψει τη ροή των υδάτων μακριά από τα Everglades. Οι μεγάλες βιομηχανίες παραγωγής ζάχαρης, οι οποίες ελέγχουν τη γη μέχρι τα νότια της λίμνης Okeechobee, στραγγίζουν το μεγαλύτερο μέρος του εναπομείναντος νερού και ό,τι δραπετεύει από τα λιβάδια με τα ζαχαρότευτλα είναι φορτωμένο με φυτοφάρμακα. Τα Everglades αργοπεθαίνουν εδώ και μισό αιώνα.

Στο μεταξύ, οι κόλποι και οι παράκτιες περιοχές φυτοζωούν. Τόσο ο πάνθηρας της Φλόριντα όσο και ο μανάτος είναι στα πρόθυρα της εξαφάνισης και τώρα πεθαίνουν και οι κοραλλιογενείς ύφαλοι, καθώς οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα καθιστούν τους ωκεανούς όξινους. Στις ακτές της νότιας Φλόριντα είναι εγκατεστημένα δυο πυρηνικά εργοστάσια εν αναμονή της υπερκαταιγίδας. Η γη είναι ανθεκτική, αλλά υπάρχει ένα όριο στην κακομεταχείριση που μπορεί να υποστεί μέχρι οι βιολογικοί συσχετισμοί που συντηρούν τη ζωή να αρχίσουν να καταρρέουν. Δεν υπήρξα μάρτυρας της αφθονίας της περιοχής πριν από την άφιξη της αποικιοκρατίας, αλλά καθώς μεγάλωνα, το χώμα, τα νερά, ο ουρανός έμοιαζαν να σφύζουν από ζωή. Πλέον, ακόμα κι εγώ μπορώ να εντοπίσω τα σημάδια της απώλειας και της ζημιάς, παντού, σε κάθε μου επίσκεψη.

Από ποια νότια Φλόριντα κατάγομαι τελικά; Πέρα από κάθε αμφιβολία, ανήκω στην εισροή των αποίκων οι οποίοι την κατέστρεψαν. Αυτή είναι η δική μου κουλτούρα. Το παραδέχομαι με ντροπή και θλίψη. Μεγάλωσα, ανατράφηκα με τα νεωτερικά ιδεώδη. Δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό. Αλλά μπορώ να αλλάξω, ή τουλάχιστον να προσπαθήσω, τον τρόπο με τον οποίο βιώνω αυτό μου το υπόβαθρο.

 

Τα θεμελιώδη εγκλήματα της αποικιοκρατίας

Τα πρώτα θεμελιώδη εγκλήματα του περήφανου έθνους μου ήταν η εισβολή, η κατοχή και η αποίκηση αυτής της ηπείρου και η συνειδητή επιστράτευση τακτικών που οδήγησαν σε γενοκτονία και οικοκτονία. Οι δικηγόροι θα μπορούσαν να πουν πολλά σχετικά με τη νομική έννοια αυτών των όρων, αλλά πιστεύω πως γνωρίζουμε αρκετά καλά τι σημαίνουν: Γενοκτονία είναι ο αποδεκατισμός και η εξόντωση ανθρώπινων κοινοτήτων· οικοκτονία είναι ο αποδεκατισμός και η εξόντωση οικολογικών κοινοτήτων. Τα μέσα και οι διαδικασίες ποικίλλουν, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Πρόκειται για εγκλήματα κατά της ζωής, ασχέτως αν το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο τα αναγνωρίζουν ως τέτοια. Ο ανθρώπινος νόμος και η δικαιοσύνη δεν έχουν τον τελευταίο λόγο εδώ. Μολαταύτα, ένα από τα πεδία όπου μαίνεται ο αγώνας για την υπεράσπιση της βιόσφαιρας είναι το νομικό. Η αξιοσημείωτη νομοθετική παγίωση των δικαιωμάτων της Μητέρας Γης, ή αλλιώς της Pachamama, στο Εκουαδόρ και στη Βολιβία και οι παγκόσμιες εκστρατείες για το περιβαλλοντικό δίκαιο και τη νομοθεσία περί οικοκτονίας είναι ενθαρρυντικές και σημαντικές.36 Το ζήτημα όμως είναι πως τα θεμέλια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ήταν και παραμένουν παράνομα· σύμφωνα με τις απαράβατες αρχές δικαίου που αποτελούν την ηθική βάση του συνόλου της θεσπισμένης νομοθεσίας, η αμερικανική κατοχή κλεμμένης γης είναι κατηγορηματικά παράνομη.37 Διακόσια σαράντα χρόνια χρησικτησίας δεν αλλάζουν την ιστορία ούτε και απαλλάσσουν ένα έθνος από τις ευθύνες του: από την καταστροφή και τον σφαγιασμό των αυτόχθονων κοινοτήτων, από την κτηνωδία, από την υποδούλωση και την εκδίωξη πληθυσμών, από την αφαίρεση κεκτημένων μέσω κλοπής, εξαπάτησης και νομικών τεχνασμάτων, από την ποινικοποίηση της γλώσσας και του πολιτισμού των αυτοχθόνων και την απαγωγή παιδιών, από τον οικονομικό εξαναγκασμό και τη διαφθορά, από αποσπάσματα τραμπούκων και έναν ολόκληρο κατάλογο φαύλων τακτικών καλλιέργειας τρόμου, οικονομικού μαρασμού και υπονόμευσης ηθικού. Όλα τα παραπάνω έχουν ειπωθεί πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά ακόμα δεν είναι αρκετές.38

Ακόμα χειρότερα, αυτές οι διαδικασίες συνεχίζονται στη Βόρεια Αμερική και σε ολόκληρο τον κόσμο. Πλέον έχουν λάβει ονόματα όπως «πρωταρχική συσσώρευση» και «Νέες Περιφράξεις». Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για ιμπεριαλισμό, για αποικιοκρατία και νεοαποικιοκρατία, για παγκοσμιοποίηση και νεοφιλελευθερισμό. Για το διεθνές οικονομικό σύστημα, για τις «τρόικες» και τις εθνικές τράπεζες, για το παγκόσμιο σύστημα οικονομικής ομηρίας υπό τη διεύθυνση της αμερικανικών συμφερόντων Παγκόσμιας Τράπεζας, για το ΔΝΤ και για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Έπειτα μόνο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τις πηγές αντίστασης σ’ αυτούς τους θεσμούς και σ’ αυτές τις διαδικασίες: τους Ζαπατίστας, το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, το Κίνημα των Ακτημόνων Εργατών, τους Occupy, τους los indignados, το La Via Campesina και το Idle No More.

Η Sandy Grande μάς προσκαλεί να στρέψουμε το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον μας μακριά από αφηρημένες φιλελεύθερες έννοιες κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοκρατίας, ούτως ώστε να θέσουμε σε λειτουργία έναν πιο παρεμβατικό μηχανισμό αποαποικιοποίησης. Επιχειρηματολογεί για τη σημασία του όρου «αποικισμός» με στόχο την περιγραφή αυτών των διαδικασιών. Οι άποικοι έρχονται για να μείνουν, συνεπώς η απομάκρυνση και η εξολόθρευση των αυτόχθονων πληθυσμών είναι απαραίτητο κομμάτι του σχεδίου τους. Αποδέχομαι τα επιχειρήματά της καθώς και τη συνενοχή μου: μεγαλώνοντας στη Φλόριντα ως μέλος της επικρατούσας λευκής κουλτούρας είμαι ένας άποικος ο οποίος έχει ωφεληθεί με πολλούς τρόπους από την εκδίωξη –και στην περίπτωση της Φλόριντα από τον αφανισμό– των αυτόχθονων πληθυσμών. Η συνενοχή μου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη από το γεγονός πως, όσο καιρό ζω, η εξαθλίωση, η αφαίρεση κεκτημένων και η πολιτιστική γενοκτονία των αυτόχθονων πληθυσμών σε ολόκληρη την έκταση των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται σε εξέλιξη· συνεχίζεται στο όνομά μου ως Αμερικανού πολίτη. Έγινα μάρτυρας του εν λόγω μοχθηρού προσώπου του αποικισμού στη Χαβάη, στο κατεχόμενο νησί O’ahu, όπου οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις καλύπτουν το 23% της έκτασής του.39

Όσο αναλογίζομαι από πού και από ποιους κατάγομαι αρχίζω και κατανοώ πως η γη δεν είναι δυνατόν να ανήκει σε κανέναν με τον τρόπο που επιτάσσει η νεωτερικότητα, όχι χωρίς αυτό να συνεπάγεται έγκλημα και κτηνωδία, όχι χωρίς την κήρυξη πολέμου ενάντια στη ζωή. Δεν είναι αδύνατο να επιστραφεί η κλεμμένη γη στους αυτόχθονες πληθυσμούς οι οποίοι τη μοιράζονταν μέχρι οι πρόγονοί μας να έρθουν και να τους εκδιώξουν. Για διάφορα δημόσια έργα, εν συγκρίσει αμελητέα, το κράτος έχει επικαλεστεί το δικαίωμα απαλλοτρίωσης υπέρ του Δημοσίου, ώστε να πάρει στην κατοχή του γη η οποία ανήκε σε ιδιώτες αντί αποζημίωσης. Συνεπώς, ακόμα και υπό το καθεστώς της ιδιωτικής ιδιοκτησίας υφίσταται ο απαραίτητος μηχανισμός. Αν μας φαντάζει ανέφικτο, είναι επειδή η συλλογική μας φαντασία ως έθνους είναι ατροφική και σε βρεφικό στάδιο, όχι επειδή είναι αδύνατο. Σίγουρα μπορούν και πρέπει να επιστραφούν πολύ μεγαλύτερα τμήματα της γης των αυτοχθόνων. Δέουσα είναι και η χορήγηση αποζημιώσεων, κάτι που είναι και ευκολότερο να συμβεί. Μια καλή αρχή θα ήταν μια ουσιαστική συζήτηση σε εθνικό επίπεδο, τόσο για τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα όσο και για τη συνολική αποκατάσταση της εθνικής αυτοδιάθεσης των αυτοχθόνων. Αυτό το λέω ως Αμερικανός πολίτης ο οποίος έχει ακόμα το δικαίωμα να κρίνει την κυβέρνησή του· είναι στο χέρι των αυτοχθόνων να πουν τι θέλουν, τι χρειάζονται και τι περιμένουν από μη αυτόχθονες υποστηρικτές τους όπως εγώ. Είναι σαφές πως η νεωτερικότητα εξαρτάται από την υπαγωγή και τη διατήρηση της γης υπό καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αλλά δεν είναι αυτός ο μόνος τρόπος διαβίωσης, ούτε και καλλιέργειας τροφής. Η ιδιοκτησία της γης αποτελεί αναγκαιότητα μόνο όσο συνεχίζει να κυριαρχεί η λογική της συσσώρευσης. Έξω από τη μέγγενη της νεωτερικότητας η αφθονία των εναλλακτικών λύσεων, πολλές από τις οποίες προέρχονται από την παράδοση, αποκτούν πολύ πιο σαφή προοπτική.

Από ποια νότια Φλόριντα υποτίθεται πως κατάγομαι, λοιπόν; Από αυτή την οποία θυμάμαι και από εκείνη που δεν θυμάμαι. Από εκείνη την οποία η κριτική θεωρία μπορεί να στιγματίσει και από εκείνη που αδυνατεί να κατανοήσει. Από εκείνη την οποία η αποικιστική, σύγχρονη κουλτούρα μου παραβίασε κατ’ επανάληψη και συνεχίζει να κακομεταχειρίζεται: Από εκείνη στην οποία κυριαρχούν οι βαρόνοι του ζαχαρότευτλου, οι κερδοσκόποι των ακινήτων, οι τραπεζίτες, οι μισθωτές φορολογικών παραδείσων και όλοι οι υπόλοιποι απόγονοι του Andrew Jackson. Από εκείνη της οποίας την υπόσταση προσβάλλουν οι ουρανοξύστες, τα πολυτελή σπίτια-τρόπαια, οι φρουρούμενες κοινότητες και οι ορδές των αφηνιασμένων κολεγιόπαιδων. Από εκείνη η οποία στοιχειώνεται από την απουσία τω Calusa, των Ais, των Jeaga, των Jobe, των Tequesta και των Matecumbe, εκείνων που απώθησαν δυο φορές τον Ponce de León καταφέρνοντάς του το θανάσιμο πλήγμα. Από εκείνη που παραμένει οργισμένη από την εξόντωση και τον διωγμό τόσων Seminol και Miccosukee από την κυβέρνησή μου. Από εκείνη που μέχρι σήμερα εμπλουτίζεται από την παρουσία των απογόνων των αυτόνομων ομάδων των Miccosukee, των Seminol και των μαύρων Seminol, οι οποίοι ποτέ δεν κατακτήθηκαν και ποτέ δεν εγκατέλειψαν τη γη τους. Από τη νότια Φλόριντα η οποία εμπλουτίζεται από τους απογόνους των υποδουλωμένων Αφρικανών απ’ όλη την Καραϊβική. Από εκείνη που σαρώνεται από βροχές, καταιγίδες και τυφώνες και από εκείνη που είναι θεατής του επερχόμενου κλιματικού χάους. Από εκείνη στην οποία η πολιτιστική και η βιολογική ποικιλομορφία της ζωής παραμένει με πείσμα όρθια στα πόδια της, παρά τη ζημιά, την απώλεια και την υποβάθμιση. Από τα ιερά ερείπια, όπου η γη, ο αέρας και τα νερά χιμούν και δονούνται από τον παλμό των ζωντανών και από το ζωντανό πνεύμα των νεκρών.

Αθήνα, Μάιος 2016

 

Μετάφραση: Γιώργος Μπέτσος

Θεραπευτικά βότανα και φλοιός δέντρου που χρησιμοποιούσε η θεραπεύτρια Susie Jim Billie, ινδιάνικος καταυλισμός Seminole, Big Cypress, Φλόριντα, 1984

Το κείμενο γράφτηκε κατόπιν διαλόγου με πολλά πρόσωπα. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τους Μαρίνα Φωκίδη, Brian Holmes, Kyle Kajihiro, Quinn Latimer, Anna Papaeti, Laura Preston και Alfredo Triff.

1 Spencer R. Weart, The Discovery of Global Warming (Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press, 2003).

2 Winona LaDuke, All Our Relations: Native Struggles for Land and Life (1999· επανέκδοση Σικάγο: Haymarket, 2015), σ. 1.

3 Linda Hogan, Dwellings: A Spiritual History of the Living World (Νέα Υόρκη: Norton, 1995), σ. 107.

4 Ahmed Djoghlaf, Message on the Occasion of the International Day for Biological Diversity. Εισήγηση που παρουσιάστηκε από τον εκτελεστικό γραμματέα στη Γραμματεία της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλομορφία, Μόντρεαλ, 22 Μαΐου 2007.

5 Elizabeth Kolbert, The Sixth Extinction: An Unnatural History (Λονδίνο: Bloomsbury, 2015). Ο πιο διορατικός πρόσφατος στοχασμός πάνω στον αφανισμό των ειδών που γνωρίζω είναι το Thom van Dooren, Flight Ways: Life and Loss at the Edge of Extinction (Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 2014).

6 Το 1972, στο εμβρυακό στάδιο της συζήτησης σχετικά με την «οικοκτονία», η οποία πυροδοτήθηκε από τη χρήση του Πορτοκαλιού Παράγοντα από τον αμερικανικό στρατό στο Βιετνάμ, ο Herbert Marcuse άρθρωσε φευγαλέα τις έννοιες της γενοκτονίας και της οικοκτονίας. Βλ. Marcuse, “Ecology and Revolution”, Liberation 16 (Σεπτέμβριος 1972), σ. 10-12. Παρόλο που οι σπουδές πάνω στην οικοκτονία έχουν γίνει αναπόφευκτες στην Ανθρωπόκαινο, ο δεσμός γενοκτονίας και οικοκτονίας στη νεωτερικότητα παραμένει κατά μεγάλο μέρος ανεξέταστος από τους εκπροσώπους της κριτικής θεωρίας.

7 See Idle No More. Στο διαδίκτυο: www.idlenomore.ca· the Indigenous Environmental Network. Online: www.ienearth.org και La Via Campesina. Στο διαδίκτυο: www.viacampesina.org/en. Την έννοια της «ανασύνταξης» των αυτοχθόνων την έχει πραγματευτεί ο Kanien'kehá:ka (Μοχόκ) ακαδημαϊκός Gerald Taiaiake Alfred και ο Tsalagi (Τσερόκι) ακαδημαϊκός Jeff Corntassel. Για παράδειγμα βλ. Being and Becoming Indigenous: Resurgence against Contemporary Colonialism, 2013, συνέδριο Naarm Oration, Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, στο διαδίκτυο: www.taiaiake.net/2013/12/13/being-and-becoming-indigenous-resurgence-against-contemporary-colonialism και Corntassel, “Re-envisioning Resurgence: Indigenous Pathways to Decolonization and Sustainable Self-Determination”, Decolonization: Indigeneity, Education & Society 1, αρ. 1 (2012), σ. 86-101.

8 Βλ. Andreas Malm και Alf Hornborg, “The Geology of Mankind? A Critique of the Anthropocene Narrative”, The Anthropocene Review 1, αρ. 1 (Απρίλιος 2014), σ. 62-69, Donna Haraway, “Anthropocene, Capitalocene, Plantationocene, Chthulucene: Making Kin”, Environmental Humanities 6 (2015), σ. 159-65 και Jason W. Moore, επιμ., Anthropocene or Capitalocene?: Nature, History, and the Crisis of Capitalism (Όουκλαντ: PM Press, 2016).

9 Ως «νεωτερικότητα» εκλαμβάνω τον υλικό κόσμο ο οποίος φτιάχνεται ξανά και ξανά από την κυρίαρχη (καπιταλιστική) κοινωνική διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Ο «μοντερνισμός» είναι η κουλτούρα και η ιδεολογία που αποτελούν το καύσιμο και νομιμοποιούν τη νεωτερικότητα. Οι «μοντέρνοι» άνθρωποι είναι αυτοί ανάμεσά μας οι οποίοι ίσως να μην ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τη λάμψη του μοντερνισμού, ίσως μάλιστα και να τον αμφισβητούν, ωστόσο δεν αντιτίθενται ενεργά στη νεωτερικότητα με τις καθημερινές τους επιλογές. Ίσως αναδύονται πολιτιστικοί «μεταμοντερνισμοί», αλλά θεωρώ πως η «μετανεωτερικότητα» δεν υφίσταται ακόμα, όπως επίσης δεν υφίσταται και ένας πραγματικά «μεταποικιοκρατικός» κόσμος.

10 Η ανθρωπολόγος Anna Tsing έχει δίκιο όταν επισημαίνει πως αποστολή μας είναι η επιβίωση μέσα σε έναν ερειπωμένο κόσμο και όχι οι «λύσεις» στα προβλήματα της Ανθρωποκαίνου. Βλ. Tsing, The Mushroom at the End of the World: On the Possibility of Life in Capitalist Ruins (Πρίνστον: Princeton University Press, 2015).

11 Jean-François Lyotard, La Condition postmoderne: Rapport sur le savoir (Παρίσι: Éditions de Minuit, 1979). Μτφρ. Geoff Bennington και Brian Massumi ως The Postmodern Condition: A Report on Knowledge (Μινεάπολις: University of Minnesota Press, 1984).

12 Αυτό το δοκίμιο επιδιώκει τη διαχείριση ορισμένων αισθητών θεωρητικών εμποδίων σε μια τέτοια συμμαχία. Όσον αφορά τα πρακτικά εμπόδια βλ. Clare Land, Decolonizing Solidarity: Dilemmas and Directions for Supporters of Indigenous Struggles (Λονδίνο: Zed, 2015). Για ποικιλία διαφωτιστικών μελετών περιπτώσεων και στοχασμών βλ. Lynne Davis, επιμ., Alliances: Re/Envisioning Indigenous-non-Indigenous Relationships (Τορόντο: University of Toronto Press, 2010).

13 Ορισμένα έργα παρατίθενται στον χώρο όπου συζητούνται. Η γνωριμία μου σε σχέση με τους αυτόχθονες πληθυσμούς και τη γνώση τους προέρχεται κυρίως από τον βόρειο και τον νότιο αμερικανικό χώρο. Αντιλαμβάνομαι πως οι χώροι της Αφρικής, της Ωκεανίας και της Ασίας δεν εκπροσωπούνται επαρκώς, όμως αυτό είναι απλώς αντανάκλαση των ορίων της γνώσης που αυτή τη στιγμή κατέχω. Το ερώτημα τι σημαίνει «αυτόχθονας» στον ευρωπαϊκό χώρο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και με εξαιρετικό πολιτικό ενδιαφέρον, όμως δεν μπορούμε να το πραγματευτούμε εδώ.

14 Sandy Grande, Red Pedagogy: Native American Social and Political Thought (Λάναμ, Μέριλαντ: Rowman & Littlefield, 2004).

15 Max Horkheimer και Theodor W. Adorno, Dialectic of Enlightenment: Philosophical Fragments, μτφρ. Edmund Jephcott (Στάνφορντ: Stanford University Press, 2002). (Ελλ. έκδ., Adorno, Theodor W., Διαλεκτική του Διαφωτισμού, Φιλοσοφικά αποσπάσματα: Τέοντορ Β. Αντόρνο, Μαξ Χόρκχαϊμερ, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, εκδ. Νήσος, 1996. [Σ.τ.μ.]).

16 Walter Benjamin, “To the Planetarium”, στο One-Way Street and Other Writings, μτφρ. Edmund Jephcott και Kingsley Shorter (Λονδίνο: Verso, 1979), σ. 103-4. (Ελλ. έκδ., Benjamin, Walter, Μονόδρομος/Walter Benjamin, μτφρ. Νέλλη Ανδρικοπούλου, εκδ. Άγρα, 2004. [Σ.τ.μ.])

17 Hogan, Dwellings, σ. 89. Εδώ ίσως να πρέπει να αναφέρω πόσο βαθιά επηρεασμένος είμαι από τα μυθιστορήματα της Linda Hogan, ιδιαίτερα από τα Solar Storms (Νέα Υόρκη: Scribner, 1995), Power (Νέα Υόρκη: Norton, 1998) και People of the Whale (Νέα Υόρκη: Norton, 2008).

18 Ό.π.

19 Σε αυτό το σημείο κάνω αναφορά στον Adorno, το έργο του οποίου μελετώ επί μακρόν. Σε σχέση με την αρνητική απεικόνιση του ιστορικού τραύματος βλ. τη συλλογή δοκιμίων μου Terror and the Sublime in Art and Critical Theory (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2011).

20 Για έναν παρόμοιο διαφωτιστικό στοχασμό πάνω σε αυτή την ανάγκη βλ.Shierry Weber Nicholsen, The Love of Nature and the End of the World: The Unspoken Dimensions of Environmental Concern (Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη: MIT Press, 2002).

21 Grande, Red Pedagogy, ειδ. κεφ. 3.

22 Linda Tuhiwai Smith, Decolonizing Methodologies: Research and Indigenous Peoples (Λονδίνο: Zed, 1999), σ. 19.

23 Βλ. ό.π. σ. 6.

24 Robin Wall Kimmerer, Braiding Sweetgrass: Indigenous Wisdom, Scientific Knowledge and the Teachings of Plants (Μινεάπολις: Milkweed Editions, 2013), σ. 17

25 Mary Graham, “Some Thoughts about the Philosophical Underpinnings of Aboriginal Worldviews”, Australian Humanities Review 45 (Νοέμβριος 2008), σ. 181.

26 Grande, Red Pedagogy, σ. 65: «Οι φωνές των αυτοχθόνων και άλλων μη δυτικών λαών αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, όχι επειδή οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί διαθέτουν εξ ορισμού κάποια μυστική μαγική δύναμη που θα μπορούσε να επιδιορθώσει τη ζημιά αμέτρητων γενεών κακομεταχείρισης και αμέλειας, αλλά επειδή οι μη δυτικοί πληθυσμοί και τα έθνη υφίστανται ως ζωντανές αντιθέσεις στην κυρίαρχη κουλτούρα, προσφέροντάς μας κριτική γνώση και ενδεχομένως μοντέλα που θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν και τον δικό μας κόσμο». Επίσης, βλ. Smith, Decolonizing Methodologies, σ. 12-3: «Πιστεύω πως η επιβίωση των πληθυσμών μας έχει προέλθει από τη γνώση του περιβάλλοντός μας, φυσικού και μη, όχι από την αυτόβουλη ευεργεσία της Μητέρας Γης. Έπρεπε να γνωρίζουμε ώστε να επιβιώσουμε».

27 Κάτι τέτοιο θα ήταν η επιστημονική και οικολογική μετάφραση των αντιλήψεων των αυτοχθόνων όσον αφορά τις υπερανθρώπινες σχέσεις συντροφικότητας. Για τα παραπάνω βλ. van Dooren, Flight Ways, σ. 41-43.

28 Kimmerer, Braiding Sweetgrass, σ. 15.

29 David Abram, Becoming Animal: An Earthly Cosmology (Νέα Υόρκη: Vintage, 2010), σ. 7. Επίσης, βλ. Abram, The Spell of the Sensuous (Νέα Υόρκη: Vintage, 1996).

30 Για μια περιληπτική ιστορία της καταγωγής αυτών των τάσεων, σε σχέση με την ανάδυση της βαθιάς οικολογίας βλ. George Sessions, επιμ., Deep Ecology for the 21st Century (Βοστόνη: Shambhala, 1995).

31 Val Plumwood, Environment and Culture: The Ecological Crisis of Reason (Νέα Υόρκη: Routledge, 2002), Donna Haraway, When Species Meet (Μινεάπολις: University of Minnesota Press, 2008) και Anna Tsing, “Arts of Inclusion, or, How to Love a Mushroom”, Australian Humanities Review 50 (Μάιος 2011), σ. 5-21. Επίσης, βλ. Katherine Gibson, Deborah Bird Rose και Ruth Fincher, επιμ., Manifesto for Living in the Anthropocene, (Μπρούκλιν: Punctum, 2015).

32 Horkheimer και Adorno, Dialectic of Enlightenment, σ. xi.

33 Για εκτενέστερη ανάλυση αυτών των κειμένων σε συνάρτηση με τα γεγονότα βλ. Sharon J. Ridgeway και Peter J. Jacques, The Power of the Talking Stick: Indigenous Politics and the World Ecological Crisis (Μπόουλντερ: Paradigm, 2014).

34 Αυτά τα στατιστικά δεδομένα προέρχονται από τον Walter Kälin της Nansen Initiative με έδρα τη Γενεύη. Βλ. περίληψη στο διαδίκτυο: www.swissinfo.ch/eng/nansen-shell/41700942.

35 Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Φλόριντα αφανίστηκαν πριν καταφέρουν να περιγράψουν το τραύμα της αποικιοκρατικής εισβολής και της γενοκτονίας. Το ιστορικό έργο μη αυτόχθονων ιστορικών, ανθρωπολόγων και αρχαιολόγων, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει αληθινές μαρτυρίες, περιλαμβάνει τα: John H. Hann, Indians of Central and South Florida, 1513-1763 (Γκέινσβιλ: University Press of Florida, 2003), Jerald T. Milanich και Samuel Proctor, επιμ., Tacachale: Essays on the Indians of Florida and Southeastern Georgia during the Historic Period (Γκέινσβιλ: University Press of Florida, 1994), Paul Kelton, Epidemics & Enslavement: Biological Catastrophe in the Native Southeast, 1492-1715 (Λίνκολν: University of Nebraska Press, 2007), Alan Gallay, The Indian Slave Trade: The Rise of the English Empire in the American South, 1670-1717 (Νιου Χέιβεν: Yale University Press, 2002), James W. Covington, The Seminoles of Florida (Γκέινσβιλ: University Press of Florida, 1993), Kenneth W. Porter, The Black Seminoles: History of a Freedom-Seeking People, επιμ. Alcione M. Amos και Thomas. P. Senter (Γκέινσβιλ: University Press of Florida, 1996) και Bruce Edward Twyman, The Black Seminole Legacy and North American Politics, 1693-1845 (Ουάσινγκτον: Howard University Press, 1999).

36 Για μια πρώτη γνωριμία με την Pachamama και τα δικαιώματα της φύσης βλ. στο διαδίκτυο: www.therightsofnature.org/ecuador-rights. Σε σχέση με τη νομοθεσία περί οικοκτονίας βλ.: www.eradicatingecocide.com/the-law. Σε σχέση με τo περιβαλλοντικό δίκαιο: www.earthlawcenter.org/what-we-do.

37 Η διάκριση μεταξύ της απροϋπόθετης νομοθεσίας και των επίσημων θεσπισμένων νόμων προέρχεται από το Jacques Derrida, “Force of Law: The ‘Mystical Foundation of Authority’”, στο Deconstruction and the Possibility of Justice, επιμ. Drucilla Cornell, Michael Rosenfeld και David Gray Carlson (Λονδίνο: Routledge: 1992). (Ελλ. έκδ., Derrida, Jacques, Ισχύς νόμου: Το «μυστικιστικό θεμέλιο της αυθεντίας», μτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, Εκδόσεις Πατάκη, 2015. [Σ.τ.μ.])

38 Βλ. Ward Churchill, A Little Matter of Genocide: Holocaust and Denial in the Americas, 1492 to the Present (Σαν Φρανσίσκο: City Lights, 1998) και Struggle for the Land: Native North American Resistance to Genocide, Ecocide, and Colonization (Σαν Φρανσίσκο: City Lights, 2002).

39 Ένα θερμό mahalo στους Terrilee Nāpua Kekoʻolani, Ikaika Hussey, Keliʻi Collier, Kyle Kajihiro και στο DMZ Hawaiʻi/Aloha ʻĀina για τη γενναιόδωρη φιλοξενία τους και kōkua, ώστε να κατανοήσω την πραγματικότητα της στρατιωτικοποιημένης αποικιοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του 2005. Στο διαδίκτυο: www.dmzhawaii.org/?page_id=10944.